Μια πολύ σοβαρή κωμωδία-αυτοβιογραφία
του Γιάννη Κληρονόμου
Εκεί γύρω στο 1964 που άρχισε η ναυτική επαγγελματική μου καριέρα η ακτή Μιαούλη στον Πειραιά ήτανε για τους επαγγελματίες ναυτικούς αλλά και όσους νέους που γυρεύαν κάποιον νέο επαγγελματικό προσανατολισμό, ότι ο ναός του Σολομώντα και ο δυτικός τοίχος για τους ορθοδόξους Εβραίους εκεί που πάνε και βαράνε το κεφάλι τους στον τοίχο και κουνιούνται τα κοτσιδάκια τους μπρος πίσω. Ήτανε απλά η περιοχή του προσκυνήματος μας. Εκεί έγιναν οι πρώτες πολυκατοικίες στον Πειραιά. Εκεί που κάθε όροφος ήτανε και μια ναυτιλιακή εταιρεία. Εκεί ξεκινούσες την ζωή σου, το μέλλον σου, το νέο σου σπιτικό, τάιζες την οικογένεια σου, έφτιαχνες τα όνειρα σου όλα εκεί. Δηλαδή «Δημιουργούσες ζωή». Εκεί άρχιζες και εκεί κατέληγες κάθε φορά με τα νέα σου σχέδια στην ζωή και εκεί έπινες τον καφέ σου τα πρωινά όταν για δυο τρεις μήνες έστεκες ξέμπαρκος και έψαχνες για τους νέους σου ορίζοντες.
Εκεί ήτανε οι μοναδικοί φίλοι μας και συνάδελφοι, καινούργιοι και παλιοί. Με αυτούς ανταλλάσσαμε τα οικογενειακά μας και βοηθούσε ο ένας τον άλλον να βρει την νέα του πορεία, την νέα «ρότα» όπως λέγαμε τότε, στέλνοντας τον εκεί που μας είπαν κι εμάς ότι ζητάνε κάποιον με κάποια ναυτική ειδικότητα.
-«Κάπτα Κώστα η εταιρεία του Ξυλάκου (π.Χ.) ζητάει καπετάνιο. Δεν πας να δεις; Πες ότι σε στέλνω εγώ. Εκεί με αυτούς είμαι και εγώ δυο μπάρκα τώρα. Καλοί είναι και πληρώνουν τα λεφτά στην ώρα τους (δύσκολο να βρεις τέτοια εταιρεία τότε). Ζήτα τον κύριο Δημήτριου (π.χ.) που κάνει τα πληρώματα» έτσι.
-«Πάω μάστρο Γιάννη και τα λέμε αύριο, Ευχαριστώ, μακάρι να είμαστε μαζί στο καράβι. Επιφυλάσσομαι να στο ανταποδώσω».
Αυτά τα απλά, έτσι φιλικά, συναδελφικά και όμορφα. Ούτε ποσοστό παίρναμε, Ούτε μπαξίσι, ούτε ενδιάμεσοι ατζέντηδες, ούτε γλείψιμο. Απλά συνάδελφοι με κάποια σημασία, με νόημα στην έννοια της λέξης.
Αλλά μέχρι εκεί είμαστε τα φιλαράκια. Αργότερα μέσα στο καράβι όταν και αν βρισκόμαστε μαζί για κάποιον ανεξήγητο λόγο, βγάζαμε τα μάτια μας. Ο ένας πίστευε ότι είχε την ίδια δύναμη με τον θεό Δια και κάνει ότι θέλει και ο άλλος νόμιζε ότι είχε την ίδια δύναμη με αυτή του Ήφαιστου. Αποτέλεσμα να γινόμαστε από δυο χωριά, αντίζηλοι στο ίδιο μας το «σπίτι» και να ακολουθούν μαζί μας και οι από κάτω μας. Μετά να τα μαθαίνει φυσικά το γραφείο. Να έρχονται να μας συμμαζέψουνε … με τα γνωστά αποτελέσματα.
Φταίμε λοιπόν πρώτα εμείς οι ίδιοι οι αξιωματικοί, το παραδέχομαι. Ελπίζω να το παραδεχθούν και οι άλλοι πρώην συνάδελφοι, καπετάνιοι και μηχανικοί. Ας δούμε τώρα, όχι σαν επιστημονική μελέτη (που δεν έχω τα φόντα και τον χώρο να το κάνω) αλλά σαν μια διαπίστωση εμπειρίας μετά από 57 χρόνια καριέρας μέσα στην θάλασσα η και ….δίπλα της στα σχετικά γραφεία.
Για αυτό θα πάρω λίγο τα πράγματα από την αρχή. Την πολύ αρχή, εκεί στο μακρινό 1960 που ξεκίνησα. Τότε που γιγαντώθηκε η ελληνική εμπορική ναυτιλία και διαμορφώθηκε το μέλλον της (μας) για να φτάσει στο άδοξο παρόν της.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Για να γίνει ένα παιδί μηχανικός το Ε.Ν. εκείνη την εποχή ήτανε πολύ εύκολο, σχεδόν αστείο. Έπρεπε μετά την τρίτη τάξη του γυμνασίου 15-16 ετών δηλ. να πάμε σε μια νυχτερινή σχολή μηχανικών, που τότε υπήρχανε μόνο στον Πειραιά καμία δεκαριά από δαύτες και άλλες τόσες στην Θεσσαλονίκη και επαρχίες. Όλες ιδιωτικές βέβαια και όλες μόνο βράδυνα μαθήματα από 18:00- 21:30. Και τα Σάββατα βράδυ και τις Κυριακές βέβαια τα πρωινά (μηχανολογικό σχέδιο. Αυτό που οι παλιοί ίσως θυμούνται τα παιδιά με κάτι τεράστιους ξύλινους πίνακες στο χέρι, μέσα στα λεωφορεία να τρέχουμε να προλάβουμε).
Είμασταν φυσικά υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε σε κάποιο μηχανουργείο Α’ κατηγορίας όπως λεγόταν, δηλαδή κομμάτι μεγαλούτσικο όχι τίποτε τρυπούλες με ένα τόρνο η μια ηλεκτροσυγκόλληση μόνο. Έπρεπε να ναι μεγάλο, όμορφο με μπόλικη δουλειά και αρκετή μουτζούρα για να μαθαίνεις. (Σωστόν).
Αυτή η υπηρεσία έπρεπε μάλιστα να αναγράφεται στο βιβλίο ενσήμων του ΙΚΑ (που εκείνη την μακρινή εποχή, το ΙΚΑ εκτός από τα ιατρικά είχε και κανονική επιθεώρηση εργασίας και έκανε ελέγχους ξαφνικούς, που τότε μας κρύβανε τα αφεντικά μας πίσω από τις τουαλέτες μέχρι να πάρουν το κατιτίς τους κάποια απ’ τα παιδιά αυτά και να φύγουν χωρίς παρατηρήσεις) κανονικά πράγμα λιγάκι δύσκολο γιατί οι Έλληνες έχουμε μια τάση στην παρανομία και όλοι οι μηχανουργοί κοίταζαν πως να το αποφύγουν.
Επίσης ήθελαν να αποφύγουν τυχόν πληρωμές κανονικού μεροκάματου, γι’ αυτό εκμεταλλευόμενοι την θέση σου για την απαραίτητη προ-υπηρεσία που ήθελες σαν μελλοντικός μηχανικός σου δίνανε μόνο κάτι λίγα από αυτά που θα έπρεπε ίσα για να πας σινεμά με σουβλάκι την Κυριακή και υπέγραφες για τα τριπλάσια. Άμα είσαι μαθητευόμενος η δουλειά ξεκίναγε στις 06:30- 07:00 το πρωί και σχόλαγες κατά τις 6:30 το βράδυ (αν σχόλαγες και δεν είχε και μερικές υπερωρίες για να μαθαίνεις πιο καλά).
Τώρα θα μου πείτε «πως προλάβαινες το σχολείο ρε φίλε; αφού σχόλαγες πιο αργά από την έναρξη του μαθήματος;». Εεεμ, εδώ είναι το κόλπο. Δεν προλάβαινες. Είχες συνήθως ένα παλιό ποδήλατο και έτρεχες σαν τρελός. Αλλά -το δίκαιο να λέγεται- στην χαρίζανε οι καθηγητές, γιατί ήξεραν τα συνήθη του εργατικού δικαίου της εποχής. Αν αργούσες και μισή ωρίτσα στην χάριζαν συνήθως, αφού τα χέρια σου δεν είχες προλάβει ακόμη να τα πλύνεις, και το έβλεπαν.
Οι καθηγητές ήτανε σχεδόν όλοι αξιωματικοί του τότε Β.Ν. με γνώσεις της σχολής δοκίμων, και λογική στρατοπέδου. Άρα…. βράστα. Όλο τα ίδια μαθήματα λέγαμε και όλο κάτι περίεργες Θερμοδυναμικές και κάτι Νόμους του Ωμ σε κάτι Ηλεκτρολογίες. Αντοχές υλικών, χημεία και Φυσική κλπ. Όχι δεν κάναμε θρησκευτικά ούτε Ωδική, γυμναστική για να ανεβεί ο μέσος ορος. Αυτά τρώγανε τις βραδινές ώρες μας και δεν καταλαβαίναμε γρυ από ότι λέγανε οι έρμοι οι δάσκαλοι μας. Αντί για τις τότε σύγχρονες μηχανές των πλοίων μόνο για ατμολέβητες μιλάγαμε και διαβάζαμε (τάχα μου) από κάτι χοντρά βιβλία επειδή τα πλοία του Β.Ν. ήτανε σχεδόν όλα ατμοκίνητα και αυτοί ήξεραν μόνο από αυτά.
Για τις άλλες τις Ντίζελ μηχανές που γνωρίζανε άνθηση εκείνη την εποχή; -«Ωπα παιδιά… αυτές είναι κάτι μηχανές που καίνε πετρέλαιο αλλά αλλιώς από τους λέβητες…. Ξέχνα το καλύτερα. Μόνος σου και αργότερα, να βρεις βιβλία και θα τα μάθεις. Αργότερα στα χρόνια του 1975-80 κάποιοι κατάλαβαν ότι δεν προλαβαίναμε τόσο πολύ τρεχαλητό όλη μέρα, όλη την βδομάδα. Κάτι και ότι έπεσε η όρεξη των νεότερων για βράδυνα βασανιστήρια και ξεκινήσαν τα περίφημα ΝΑΥΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ και η γνωστή Δημ. Σχολή Ασπροπύργου, που φορούσανε οι μαθητές στολή ναυάρχου χωρίς τα γαλόνια και που βγάζανε πολλούς απόφοιτους από αητούς μέχρι εντελώς τούβλα που δεν είχαν δει ούτε βίδα στην καθιστή εκπαίδευση των 4 ετών. Νόμιζαν δε ότι στο γκαζάδικο θα φοράνε στολή με σιρίτια.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ: Απλά δεν είχαμε εργαστήρια. Τα μηχανουργεία είχαμε και μαθαίναμε στην πράξη με τις απαραίτητες σφαλιάρες εκεί στην δουλειά, βρέξει – χιονίσει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τα βιβλία μας ήτανε γραμμένα στην ηρωική καθαρευόυσα που ποτέ δεν μάθανε όσοι δεν πηγαίνανε κατηχητικό όταν ήτανε μικροί η δεν θέλαν να την μάθουν. Όλα ήτανε κακές μεταφράσεις από εγχειρίδια κατασκευαστών μεταφρασμένα για ένα έχτρα χαρτζιλίκι από δάσκαλους του Β.Ν. με εκφράσεις και κείμενο από την γλώσσα του ευαγγελίου και του Β. Ναυτικού («Ο τροχίσκος του κνωδακοφόρου Ε οστις εισερχόμενος επί της λαβίδος Α εφελκύει την σφόνδυλόν Β τέμνοντας τούτον εγκαρσίως. Όρα σχήμα 12 στην σελίδα 35»). Τέτοια ωραία βιβλία και κατανοητά και ίσα που καταλάβαινες το 1/4 από αυτά που γράφανε. Σκέψου τώρα να είσαι 16-18 ετών μέσα στην μουτζούρα. Να μισοκοιμάσαι στο θρανίο απ’ την κούραση όλης της μέρας και να σε αποκοιμίζει ο καθηγητής που κουρασμένος και αυτός έψελνε κάτι ακαταλαβίστικα, και που βαριότανε τα μάλλα με τα ίδια τα λεγόμενά του βραδιάτικα.
Είχαμε στην διδακτική μας ύλη και μάθημα Αγγλικών που ήτανε της μόδας (έτσι μας λέγανε). Μια ώρα την βδομάδα και έπρεπε να τα μάθουμε λέει «γιατί μπορεί και να χρειαστούνε στην καριέρα σας βρε αδελφέ. Η να βγεις έξω σε κάποιο λιμάνι να πιείς ένα καφέ». Θυμάμαι αμυδρά ένα Κύπριο καθηγητή -με την χαρακτηριστική κυπριακή προφορά του- που τον είχαμε σε όλες τις τάξεις που μας προχώρησε αρκετά θα έλεγα. Μάθαμε το αλφάβητο μέχρι την μέση και κλίναμε σωστά το ρήμα TO BE (I am- You are- κλπ. κλπ). Αυτό το γνωστό που ξέρετε όλοι, στα 4 χρόνια που σπουδάζαμε.
ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ : Τα σπίρτα ήτανε σε κάτι κουτάκια χάρτινα και απ’ έξω είχανε σχεδιασμένο ένα πουλί η ένα λουλουδάκι και μετα έβαλαν ένα άλλο πουλί με έναν φαντάρο με όπλο και κάτι φωτιές από κάτω τους και έγραφαν στο κουτί « Το Ναυτικόν επάγγελμα ωραίον και επικερδές». Με μια κασετίνα τσιγάρα Καρέλια φίλτρο στην μέσα τσέπη του σακακιού και μια βαλίτσα χάρτινη γεμάτη βιβλία και όνειρα έκανα πάντα την είσοδο μου στα καράβια πριν σαν δόκιμος αλλά και μετά το πολεμικό ναυτικό για να κάνω καριέρα.
Κάποτε όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν. Μετα μεγαλώνεις. Πάντα υπάρχει μια νέα αρχή. Να βρεις δουλειά ήτανε ευκολάκι τότε αν το ήθελες σε καράβι. Ζητούσανε όλες οι εταιρείες οποίον νάναι. Ότι νάναι ακόμη και άσχετους η βουνίσιους. Αποτέλεσμα; Όλοι όσοι δεν παίρναμε από γράμματα για να πάμε ψηλά ή ήταν από νησιά ή έστω από την Ροδόπη για να μαζευτούν σιγά σιγά πληρώματα στα καράβια.
Από αυτήν την «σαβούρα» οι μισοί και παραπάνω έγιναν άνθρωποι και έκαναν καριέρα κανονική. Κάποιοι άλλοι, ήρθανε αγοράζαν απλώς μια μοτοσυκλέτα και επέδρασσαν. Είτε εδώ στην πατρίδα ευχαριστημένοι με ότι είχανε η στην Αμερική σκαστοί από το «Ιμμιγκρέισιο». Σεβασμός για αυτά τα παιδιά που κατάλαβαν και έγιναν άνδρες μέσα στα πλοία με ιδρώτα και αίμα. Πολλοί Υπήρξαν άριστοι επαγγελματίες. Εκατοντάδες τα παραδείγματα. Η ζωή στα καράβια δεν ήταν για μαλθακούς, καλοφαγάδες, καλοπερασάκηδες, και λοιπούς μίζερους. Θέλει γερά κότσια και παλικαριά. Σε ένα γήπεδο που κουνιέται συνεχώς σχεδόν μήνες ολόκληρους, τι διάολο μπάλα να παίξεις; Απλά την κλωτσάς και όπου πάει μήπως και σκοράρεις ή έστω να περάσει η ώρα για να λήξη ο αγώνας. Έτσι και εκεί. Για να κτυπήσεις τον στόχο ήθελε πολύ δουλειά. Είχε το μόνο καλό ότι δεν χρειαζότανε να τρέχεις σε δουλειές η στα ναυπηγεία η σε γραφεία με το πρωϊνό λεωφορείο των 5:30 και να γυρνάς πτώμα το βράδυ μετα από 2-3 ώρες υπερωρία μπας και βγάλεις κάνα φράγκο παραπάνω.
Στο καράβι είσαι τυχερός, είναι όλα εκεί δίπλα σου. Σε ορισμένους αρέσει να ξυπνάνε και απλώς να ανεβαίνουν η να κατεβαίνουν 2-3 ορόφους. Να τρώνε εκεί δίπλα ,να κοιμόνται εκεί πιο δίπλα, να δουλεύουν μέσα εκεί και να πληρώνονται για να μάθουν τον κόσμο. Και σε εμένα επίσης αυτό μου άρεσε. Ούτε λεωφορεία ούτε ταξί. Ούτε εισιτήρια να πληρώνουν για τουρισμό.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΩΝ: Μόλις μάζευες 3-4 χρόνια και πάνω υπηρεσία σε καράβι έπρεπε να δώσεις εξετάσεις στο υπουργείο Υ.Ε.Ν. για να πάρεις το αμέσως ανώτερο δίπλωμα. Σε αυτήν την περίπτωση ότι μάζευες από το τελευταίο μπάρκο σου το πλήρωνες ωραιότατα στα ιδιωτικά φροντιστήρια για να μάθεις τα θέματα που θα μπαίνανε στις εξετάσεις, που αυτοί τα ξέρανε ήδη ως συνήθως γίνεται με τα φροντιστήρια. Παπαγαλία τα λέγαμε αφού τα θέματα ήτανε συγκεκριμένα και πάνω κάτω γνωστά. Κάποια στιγμή τα μάθαινες πια. Οι εξετάσεις ελέγχονταν από αυστηρούς λιμενικούς αξιωματικούς με όμορφες καθαρές μπλε στολές και χρυσά γαλόνια στα μανίκια (ουδέν άλλο σχόλιο γιατί έχω φίλους και γνωστούς λιμενικούς). Οι συνάδελφοι ξέρουν τι εννοώ.
ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΓΝΩΣΕΩΝ: Kαι μετά ερχότανε η επιμόρφωση του «αγίου πνεύματος» όπως λέγαμε τότε. Όταν έπαιρνες την υπηρεσία σου σαν Β πλοίαρχος / Β μηχανικός και αφού έκανες μπόλικες αιτήσεις για να σε δεχθούν στο περίφημο ΚΕΣΕΝ στον Ρέντη όπου τάχα μου, μάθαινες επί τέσσερις μήνες όσα δεν ξέρανε ούτε αυτοί. Άντε πάλι απ’ την αρχή Θερμοδυναμική. Αντοχή υλικών. Ηλεκτρολογία. Φυσική, Χημεία, ορυκτολογία , μεταλλουργία, τριγωνομετρία, γεωμετρία κλπ. άχρηστα και δύσκολα για το επίπεδο μας μαθήματα. Έμπαινες τούβλο και έβγαινες τούβλο με δίπλωμα Α τάξεως. Κανείς δεν ασχολήθηκε να σε μάθει πέντε πράγματα της προκοπής. Πως μετράμε ρε φίλε την ποσότητα του πετρελαίου που παίρνουμε; (γιατί μας κλέβανε οι «μπάριζες» και μετα τα αφεντικά τους αγοράζαν ποδοσφαιρικές ομάδες ενώ εμείς τίποτα). Πως ρυθμίζουμε μια μηχανή; Τι είναι η προπορεία καύσεως και τι κάνει; Πως ελέγχεται ο βαθμός απόδοσης μια μηχανής; Τι είναι η αντλίες και οι ανάλλακτες θερμότητας; κλπ. κλπ. Αλλά σοβαρά σαν πρακτική, και θεωρία σε βιβλία και εργαστήρια, «Πως; η Γιατί; γίνεται αυτό έτσι; » όχι πάλι παπαγαλάκια.
Το 1980 που πήρα το δίπλωμα του Άου (είχα ήδη 2 χρόνια πρώτος με του δευτέρου), υπήρχαν στα υπόγεια του ΚΕΣΕΝ τομές Τουρμπινών και αντλιών υψηλής πίεσης ΜΕΚ -αναγκαίων να τις γνωρίζεις καλά σε μηχανές- που ήτανε 10 χρόνια ακόμη στις κάσες τους απείραχτες. Και φυσικά δεν μάθαμε ποτέ λεπτομερώς στην πράξη αλλά ούτε και στην θεωρία πως δουλεύουν, ώστε να καταλαβαίνουμε και κάτι. Φυσικά το λιμενικό ήτανε και εδώ το αφεντικό και οι δάσκαλοι/ καθηγητές και η διδασκομένη ύλη ελέγχονται για την ορθότητα τους.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ: Απορίας άξιο είναι γιατί και πως δεν έγινε η γλώσσα μας η επίσημη παγκόσμια ναυτιλιακή γλώσσα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε πιλότος πλοίων η πράκτορας η φορτωτής η στοιβαδόρος η έμπορος η εστιάτορας στα περισσότερα λιμάνια του κόσμου που να ξέρει από τα καράβια και να μην ξέρει μια χαρά ελληνικά να μιλάει. Η να προσπαθεί τουλάχιστον. Σχεδόν σε κανένα λιμάνι του κόσμου που πήγα. Έλεγες ότι σε λίγο όλος ο κόσμος θα μιλάει ελληνικά αλλά …Ποιος έφταιξε και φταίει άραγε;
Άποψη μου; Η πασίγνωστη ελληνική ανικανότητα των κρατούντων που ποτέ δεν κατάλαβαν τι δύναμη είχαμε στα χέρια μας. Πάντα υποχωρητικοί, πάντα κομπλεξικοί, πάντα μικρολόγοι και υποτελείς απέναντι σε οποίον μιλούσε μια άλλη γλώσσα. Και ειδικά τα αγγλικά. Το έζησα από κοντά αυτό να μας μιλάνε ελληνικά και εμείς να απαντάμε με εγγλέζικα της πλάκας. Τα παραδείγματα είναι εδώ μπροστά μας ακόμη σήμερα και κάθε μέρα.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΞΕΝΟΙ: Εκεί γύρω στα 1972 μας έφεραν για καμαρότους δύο Φιλιππινέζους. Εξαιρετικά παιδιά που το μισό χρόνο δουλεύαν στις τραπεζαρίες και τον άλλο μισό τρόχιζαν κρυφά μια κάμα μαχαίρι να την έχουν δίπλα τους για χρήση η και εκφοβισμό μας. Όμως με δεδομένο ότι αυτά τα παιδιά έπλεναν και τα σώβρακα μερικών ανωτάτων αξιωματικών, γινόντουσαν αρεστοί έως πολύ αρεστοί. Μερικοί από εμάς βλέπαμε τι έρχεται και το λέγαμε εκεί στα καπνιστήρια αλλά το πλύσιμο -πλύσιμο και άρα …
Από την δεκαετία του 1990 και μετά μας πήραν σιγά σιγά τις δουλειές από πάνω μέχρι κάτω, μένοντας μόνο κάποιος συνταξιούχος καπετάνιος και επίσης συνταξιούχος πρώτος μηχανικός Έλληνες και οι δικοί μας νέοι έγιναν… χομπίστες και καφεπότες με χαρτζιλίκι από τον παππού και κρυφά και απ’ την γιαγιά.
Δοκιμάστηκαν πολλές φυλές ξένων. Ινδοί, Πακιστανοί, Κορεάτες, Κινέζοι (αμέσως μετα τον θάνατο του Μάο τσε τουγκ), Ινδονήσιοι κλπ. Μόνο οι Φιλιππινέζοι άντεξαν τελικά. Μορφώθηκαν, σοβάρεψαν και εξελίχθηκαν μάλιστα πολύ. Οι Ελληνικές εταιρείες έφτιαξαν σχολεία δωρεάν μάθησης στη Μανίλα με σοβαρούς δάσκαλους Αγγλικών και του επαγγέλματος τους. Έφτιαξαν και γραφεία πληρωμάτων οργανωμένα από τις ίδιες με επικεφαλής Έλληνες καπετάνιους. Κάτι που ποτέ δεν έκαναν στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα φαίνεται σήμερα. Υπάρχουν πολύ λίγα πλέον ελληνικής πλοιοκτησίας εμπορικά πλοία που να έχει έστω πάνω από έναν-δυο-τρεις Έλληνες πλήρωμα μέσα. Κάποτε είμαστε 120-140.000 Έλληνες ναυτικοί στα πλοία με αποτέλεσμα να έχουμε καλό Ν.Α.Τ και σοβαρό Οίκο Ναύτου-. Με την δραχμούλα τότε εισερχότανε συνάλλαγμα στην χώρα μετρημένο σε τρις – εκατομμύρια κάθε χρόνο. Και συντηρούσαμε με τα λεφτά μας το ΝΑΤ, το λιμενικό, το πολεμικό ναυτικό, τους πολιτικούς, την Δήμητρα Λ. και άλλους πολλούς αγαπημένους η όχι. Σήμερα ανήκουμε στο Εοππυ και παρακαλάμε για ιατρικές εξετάσεις.
ΟΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΙ: Παλιά, όπως είπαμε, Οι υπεύθυνοι στα γραφεία ήτανε συνήθως ένας Γενικός μάνατζερ, συνήθως πρώην καπετάνιος και ακόμη περισσότεροι νεότεροι καπετάνιοι για τα πληρώματα, για τα εφόδια, το Operation, την φόρτωση των πλοίων σε ειδικά φορτία. (Αργότερα η όλη φόρτωση γινόταν από το γραφείο και την στέλναμε στον κάποιον κάπταιν Πολιναρ & σια, με τέλεξ έτοιμη για να μην κουράζεται).
Το τεχνικό τμήμα δυνατό αρκετά, φτιαγμένο από παλιούς Α μηχανικούς για τις ζημίες, τις επισκευές και γενικά όλα τα τεχνικά υποστηρικτικά θέματα ενός τεράστιου «εργοστασίου» που σταματούσε μόνο για λίγες ώρες η μέρες σε κάποιο λιμάνι και έπρεπε να ληφθεί μέριμνα για την συντήρηση, επιθεωρήσεις ρουτίνας και για επισκευές. Και φυσικά αυτοί οι Αρχιμηχανικοί ήταν μαστόροι, ξύπνιοι άνθρωποι της πιάτσας και μπεσαλήδες με τις πληρωμές του πληρώματος στην ώρα τους. Έκαναν και χάρισμα λίγα έξτρα η όβερταιμ στους εργαζομένους και τις δουλειές που κάναμε χωρίς τα πολυέξοδα συνεργεία.
Αλλά μετά ήρθαν κάτι … νέοι από τα σχολεία/πανεπιστήμια του Southampton. Δεν λέω ότι δεν είχαν πέντε θεωρητικές γνώσεις παραπάνω από τους απλούς εμάς, αλλά κουβαλήσαν μαζί τους όλη την αποτυχημένη λογική των άλλων ευρωπαϊκών κρατών που ήδη τότε την είχαν χάσει την δική τους ναυτιλία ( Αγγλία Νορβηγία Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία κλπ.). Έτσι όταν έπιασαν τα «πόστα» μέσα στην επόμενη δεκαετία αρχίσαν να κόβουν μισθούς και υπερωρίες, εφόδια και ανταλλακτικά για να κάνουν τον καλό στα αφεντικά που τρίβανε τα χεράκια τους.
Φέρανε ξένους για πληρώματα για να μειωθούν τα έξοδα. Οι ασφαλιστικές εταιρίες συγκατάνευσαν γιατί έτσι βελτιωθήκαν τα πλοία δομικά ώστε να ανταπεξέλθουν στους νέους κανονισμούς. Ένας ναυτικός αξιωματικός που ταξιδεύει 24 ώρες το 24ωρο σε ωκεανούς με δύσκολες καιρικές και ενδιαιτικές συνθήκες, με σκάρτο φαγητό και χωρίς οικογένεια, Δεν μπήκε στα καράβια για ψυχοθεραπεία και για να έχει ένα μισθό λίγο πάνω απ’ την στεριά. Έτσι φύγανε οι νέοι μιας και δεν υπήρχε οικονομικό κίνητρο πια. Φυσικά οι πανεπιστημιακοί έδωσαν μια ώθηση στην ναυτιλία με τις γνώσεις τους και την ευκολότερη προσαρμογή τους στις νέες τεχνολογίες που εκείνο τον καιρό έφταναν τρέχοντας (Τέλεξ – κομπιούτερς – Ηλεκτρονικά, αυτοματισμοί κλπ.). Όμως ήταν η αίτια που μειώθηκε ο Έλληνας ναυτικός από τα καράβια, πόσο μάλλον από τα ναυτιλιακά γραφεία.
ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ – ΖΩΝΗ Περάματος Σαν αρχιμηχανικός παρέλαβα το ’97-’98 το ένα μετά το άλλο δυο παρόμοια πλοία Γκαζάδικα 40.000 τόνους έκαστο, χτισμένα και τα δυο το 1975 με διαφορά μηνών. Το ένα ήτανε κατασκευασμένο στον Σκαραμαγκά και το άλλο στην Ιταλία. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση που το ελληνικό καράβι ήταν ένα ναυτικό μαζεμένο σοβαρό και στιβαρό, με σωστή μελέτη πλοίο. Εύκολο για τους εργαζομένους να δουλέψουν και να ξέρουν τι κάνουν. Αντίθετα το Ιταλικό (που θαυμάζουμε ακόμη την ικανότητα των ναυπηγείων τους) είχαν φτιάξει ένα φτηνό κατασκεύασμα με λιγότερα μηχανήματα. Δύσκολο στην διαχείριση του και στραβά σχεδιασμένο και που πάθαινε κάθε μέρα και ένα πρόβλημα.
Ολόκληρος ο Πειραιάς εκεί στην περιοχή πίσω απ’ τα σίδερα και δίπλα από το Αϊ Διονύση στην Δραπετσώνα μέχρι το Ικόνιο-Πέραμα και περίχωρα ήταν ένα ζωντανό μηχανουργείο. Σωληνουργεία, Λαμαρίνες, υδραυλικά, ηλεκτρολογικά, πνευματικά. Αυτοματισμούς κλπ. Καλά Ναυπηγεία και τεράστια μηχανουργεία που φτιάχνανε τεράστιους λέβητες κατασκεύαζαν με απόλυτη επιτυχία καινούριες μηχανές που ζουν ακόμη και επισκεύαζαν ότι χρειαζότανε ένα πλοίο. Όλα τα πάντα. Σωστά τεχνικά, φτηνά και στον χρόνο που έπρεπε. Θέλω να πω ότι εδώ είχαμε στα χέρια μας μια ολόκληρη πόλη που δούλευε σαν τρελή όλο το 24ωρο και μάζευε λεφτάκια. Δουλεύαν τα μαγαζιά, τα βιομηχανικά, τα ταξί, τα ρουχάδικα, τα εστιατόρια. Ολόκληρη η περιοχή μέχρι και την Σαλαμίνα δούλευε για τα πλοία και 50.000 άτομα το λιγότερα είχαν μεροκάματο εκεί.
Τι φταίει λοιπόν και όλα αλλάξαν και μέσα σε λίγα χρόνια παραλύσανε τα πάντα και κλείσανε εργοστάσια με ιστορία δεκαετιών; Φταίει βέβαια και η φτήνια των ανατολικών κρατών που είδαν σοβαρά την ανάπτυξη των επισκευών μετά τους νέους κανονισμούς και το ISM (International safety management) που επιβλήθηκε εκείνη την περίοδο με απαίτηση τα πλοία αν ήθελαν να επιβιώσουν έπρεπε ουσιαστικά να αλλάξουν πάρα πολλά επάνω τους.
Ένα χορό δισεκατομμυρίων USD (δολλαρίων) που όσοι το καταλάβανε εγκαίρως μπήκανε αμέσως στον χορό. Όλοι εκτός από εμάς. Με ανίκανους πολιτικούς και κυβερνήσεις που κανένας δεν κατάλαβε η δεν ενδιαφέρθηκε για αυτό που έρχεται. Από την άλλη τα συνδικάτα πλέοντα στα πελάγη της παλιάς ευδαιμονίας τους συνέχιζαν τις απεργίες και είχαν κάλυψη από παντού. Κάτι πενταμελείς επιτροπές ελέγχου με κάτι φάτσες κλαδικές, παράξενες, επιθετικές σε ότι αντιστεκόταν, μπαίνανε στα πλοία στην Ζώνη και τα σταματούσαν. Η μια απεργία μετα την άλλη ανάγκαζαν τους εργαζομένους να συμμετέχουν. Έτσι οι έχοντες και κατέχοντες τα κινητά τους καράβια τα πήραν και τα πήγανε κατά Κίνα μεριά. Σε εμάς λοιπόν έπεσε ανεργία.
Φυσικά κλείσανε Ναυπηγεία, έκλεισε η Ζώνη και παρέλυσε η πόλη. Και φυσικά μετα σειρά είχε ολόκληρη η χώρα. Μη ρωτήσετε γιατί; Αφήσαμε το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας σε πολιτικάντηδες χωρίς φιλότιμο χωρίς δεξιότητες, χωρίς ενδιαφέρον που κοίταζαν μόνο την πάρτη τους και την τσέπη τους. Δεξιούς κεντρώους και αριστερούς όλοι στο ίδιο καζάνι βρασμένους. Ξέρω ότι ανοίγω πληγές και γδέρνω και το δέρμα μου αλλά αυτή είναι η άποψη μου και αυτό μου λέει η εμπειρία μου. Σε αυτήν την ηλικία πρέπει να μιλάμε.
Πολλοί θα διαφωνήσουν και δέχομαι παντός είδους κριτική σχετικά, αλλά μόνο από ναυτικούς συνάδελφους. Ένας ψαράς ξέρει γιατί χάλασε το ψάρι ίσως ταχύτερα και με λιγότερα λόγια από ένα βιολόγο με πανεπιστημιακές γνώσεις που θα συντάξει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση και μελέτη επί του γεγονότος «Πως και γιατί χαλάνε οι ιχθύες». Το θέμα είναι όμως ότι το ψάρι χάλασε και το πετάξαμε μένοντας νηστικοί.