“Να μείνω ή να φύγω;” αναρωτιούνται οι εφοπλιστές

Η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα έχει στείλει ένα σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση της Αθήνας: Είναι υψίστης σημασίας για μια ναυτιλιακή κοινότητα να είναι ανταγωνιστική και να απολαμβάνει ένα σταθερό περιβάλλον στο οποίο να μπορεί να λειτουργήσει. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα και γι’ αυτό γίνεται τόσο πολύ λόγος από τους εφοπλιστές κυρίως, αλλά όχι μόνο τους ιδιοκτήτες, στην κατεύθυνση του να αναπτυχθεί ένα “σχέδιο Β” σε περίπτωση που αναγκαστούν να αναζητήσουν μια άλλη βάση δραστηριοποίησης.

Αυτό ήταν ένα σαφές μήνυμα που βγήκε από το 17ο Marine Money Conference που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, την περασμένη εβδομάδα. Αντιμετωπίζοντας το δίλημμα του “να μείνω ή να φύγω”, ένα πενταμελές πάνελ που περιελάμβανε, έναν τραπεζίτη, ένα δικηγόρο, τον διευθυντή μιας εισηγμένης στις ΗΠΑ πλοιοκτήτριας εταιρείας, έναν ιδιώτη εφοπλιστή και έναν δημοσιογράφο, υπό τον συντονισμό και το άγρυπνο μάτι ενός οικονομικού συμβούλου, συμφωνήθηκε ότι κανείς δεν θέλει να φύγει από την Ελλάδα, αλλά σε περίπτωση που αναγκαστούν από τις επιχειρηματικές συνθήκες θα το κάνουν.

“Η υιοθέτηση των ελέγχων κεφαλαίου και η κουβέντα περί Grexit είναι ένας εφιάλτης. Το κύριο ζητούμενο για μια εταιρεία είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον”, δήλωσε ο Ηρακλής Προκοπάκης, COO της εισηγμένης στις ΗΠΑ Danaos Corp, προσθέτοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι “η συζήτηση στη βιομηχανία, με ανθρώπους που δίνουν την εντύπωση ότι είναι καλύτερα χωρίς εσάς”.

Ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, ανώτερος αντιπρόεδρος της Aegean Baltic Bank, είπε ότι είναι λογικό οι ιδιοκτήτες να έχουν δημιουργήσει ένα σχέδιο Β, αλλά η μετακίνηση μιας εταιρείας είναι ακριβή και αν τα σημερινά λειτουργικά δεδομένα παραμείνουν στη θέση τους “δεν υπάρχει λόγος για πανικό”.

Ο Γιώργος Παλαιοκρασσάς, συνεργάτης της δικηγορικής εταιρείας Watson, Farley & Williams, είπε ότι οι εισηγμένες εταιρείες ηγούνται στην κουβέντα περί μετεγκατάστασης, “αλλά έχουν διαφορετικούς λόγους”.

Το μεσογειακό ταμπεραμέντο παίζει κάποιο ρόλο, “ειδικά από την πλευρά της κυβέρνησης” στη δημιουργία της παρούσας αβεβαιότητας, θεωρεί ο Γιώργος Γουρδομιχάλης, Διευθύνων Σύμβουλος της Blue Wall Shipping. Συμφώνησε ότι “κάποιοι ιδιοκτήτες έχουν ενισχύσει τα γραφεία τους στο εξωτερικό”, αλλά ενώ το ζήτημα της φορολογίας προκαλεί μεγάλη ανησυχία δεν είναι η φορολογία που οδηγεί εκεί, αλλά “είναι η ανάγκη για ένα σταθερό καθεστώς σε όλα τα επίπεδα στην Ελλάδα”. Ο Γουρδομιχάλης είπε ότι η βιομηχανία απλά δεν θέλει να βρεθεί σε ανταγωνιστικά μειονεκτική θέση.

Οι ναυτιλιακές εταιρείες που βρίσκονται στην Ελλάδα καταβάλλουν ήδη τα υψηλότερα ποσοστά φορολόγησης στην ΕΕ, ενώ είναι υψηλότερα από τους ομόλογους τους στην Ασία και τις ΗΠΑ, υποστήριξε το πάνελ. Ο Προκοπάκης είπε ότι εν λόγω εταιρείες με έδρα στην Ελλάδα “δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να πληρώσουν ούτε ένα σεντ περισσότερο”, μετά την πρόσφατη εισαγωγή του αυξημένου φόρου χωρητικότητας, ενός καθεστώς που θα εφαρμοστεί έως το 2017.

Ο Γουρδομιχάλης σημείωσε ότι ενώ η ΕΕ πιέζει την ελληνική κυβέρνηση να εγκρίνει τροποποιήσεις των φορολογικών νόμων για τη ναυτιλία, με σκοπό την περαιτέρω αύξηση της φορολογίας, υπάρχουν τουλάχιστον πέντε ευρωπαϊκές χώρες που επιδιώκουν να προσελκύσουν ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, προβάλλοντας το φθηνότερο φορολογικό πλαίσιο που έχουν για την ναυτιλία . Αυτό είναι «πολύ ανησυχητικό», είπε ο κ. Γουρδομιχάλης. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς στις προαναφερθείσες χώρες συγκαταλέγονται η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, το Λουξεμβούργο και η Μάλτα.

Ο ιδιοκτήτης είπε ότι ο φόρος επί των μερισμάτων “είναι ένα κρίσιμο ζήτημα και οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να αποφασίσουν αν είναι καλύτερο να είσαι φορολογικός κάτοικος στην Ελλάδα ή κάπου αλλού”. Ωστόσο, ο κ. Αναγνωστόπουλος επεσήμανε ότι “η εύρεση ενός φορολογικού καταφύγιου δεν είναι τόσο εύκολο σήμερα”. Ανέφερε ότι το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς (CRS) που έχει εισαχθεί σε 110 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, συνεπάγεται ότι όλες οι οικονομικές συναλλαγές θα παρακολουθούνται στενά καθώς θα αποτελούν απόδειξη της κατοικίας. Είπε ότι η συλλογή των στοιχείων θα ξεκινήσει στις αρχές του 2016 και ότι το CRS θα μπορεί να εισαχθεί το φθινόπωρο του 2017.

Όλοι οι ομιλητές συμφώνησαν ότι οι ιδιοκτήτες επιθυμούν να μείνουν στην Ελλάδα, εφόσον μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μια “δεξαμενή” εξαιρετικά ικανών και έμπειρων ανθρώπων της ναυτιλίας, ενώ ο ελληνικός ναυτιλιακός κλάδος είναι ήδη ένας από τους καλύτερους στον χώρο, όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών.

Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση τόνισαν, επίσης, “τη στιγμή που παρθεί η απόφαση να φύγει κάποιος, θα είναι δύσκολο να επανέλθει”.

Όπως επισημάνθηκε στην αίθουσα της συνδιάσκεψης από τον Μιχάλη Πανταζόπουλο, διευθύνων στέλεχος της LISC (Hellas) “είναι κοινωνική ευθύνη της ναυτιλίας να παραμείνει στην Ελλάδα καθώς ο βιοπορισμός της χώρας εξαρτάται από τη ναυτιλία”.

Διαβάστε ακόμα