Οι μεγάλες ναυτιλιακές βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο των εξελίξεων γύρω από τη Διώρυγα του Σουέζ, καθώς η Αίγυπτος επιχειρεί να ανακτήσει τον κρίσιμο ρόλο του περάσματος στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές. Μετά από μήνες αποφυγής της Ερυθράς Θάλασσας λόγω των επιθέσεων των Χούθι, οι πρώτες ενδείξεις επιστροφής αρχίζουν να φαίνονται, όμως η ομαλοποίηση της κατάστασης παραμένει ακόμη ένα ζητούμενο.
Σε δύσκολη θέση έχει βρεθεί η Διώρυγα του Σουέζ τα τελευταία χρόνια, μετά την έναρξη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς πολλές από τις μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες έχουν επιλέξει να παρακάμψουν το πέρασμα, πλέοντας τελικά μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας στη Νότια Αφρική. Αυτό συμβαίνει υπό τον φόβο επιθέσεων από τους αντάρτες Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα.
Σε μια προσπάθεια να προσελκύσει και πάλι τον διεθνή στόλο, η Αρχή της Διώρυγας του Σουέζ εντείνει την επικοινωνία της με τον κλάδο, αναφέροντας μάλιστα την πρώτη αξιοσημείωτη άνοδο στον όγκο διαμετακόμισης από τα τέλη του 2023. Όπως σημειώθηκε, ο Οκτώβριος κατέγραψε τον υψηλότερο αριθμό διελεύσεων από την έναρξη του πολέμου στη Μέση Ανατολή.
Τα στοιχεία αυτά παρουσιάστηκαν δημόσια, καθώς ο Πρόεδρος της Αρχής, Ναύαρχος Ossama Rabiee, συναντήθηκε με εκπροσώπους από 20 σημαντικές ναυτιλιακές εταιρείες, για να συζητήσουν τις εξελίξεις και τους κινδύνους που εξακολουθούν να υπάρχουν στην περιοχή του Bab el-Mandeb.
Η Αρχή διοργανώνει συχνά τέτοιες συναντήσεις, οι οποίες, όπως αναφέρει, έχουν στόχο την ανταλλαγή απόψεων για δρομολογήσεις και επιχειρησιακά πλάνα της επόμενης περιόδου. Ο Ναύαρχος Rabiee κάλεσε τις εταιρείες να εξετάσουν έστω και δοκιμαστικές διελεύσεις, ώστε να αξιολογηθεί η κατάσταση στην πράξη.
Μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου, ο όγκος φορτίων που διήλθε από τη διώρυγα αυξήθηκε κατά 10% σε σχέση με πέρυσι. Ο αριθμός των πλοίων παραμένει χαμηλότερος, με άνοδο μόλις 2%, ωστόσο παρατηρείται ότι πλοία μεγαλύτερης χωρητικότητας έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στο πέρασμα. Συνολικά, πάνω από 4.400 πλοία πραγματοποίησαν τη διέλευσή τους στο τετράμηνο, εκ των οποίων 229 μόνο τον Οκτώβριο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η CMA CGM, η οποία μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούσε μικρότερα πλοία με συνοδεία από την EUNAVFOR Aspides, επέστρεψε με δύο μεγάλα πλοία άνω των 17.000 TEU μέσω της διώρυγας. Ωστόσο, τα πλοία-ναυαρχίδες των 23.000 TEU δεν έχουν ακόμη επιστρέψει.
Σύμφωνα με όσα συζητήθηκαν, η CMA CGM σκοπεύει να αυξήσει σταδιακά τις διελεύσεις της. Αντίστοιχα και η Hapag-Lloyd, καθώς και άλλοι μεγάλοι παίκτες, παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις πριν λάβουν οριστικές αποφάσεις.
Η MSC εξέφρασε την εκτίμηση ότι η επιστροφή των πλοίων με κατεύθυνση προς τον Νότο είναι πιθανό να επιταχυνθεί στο άμεσο μέλλον. Η Evergreen ανέφερε ότι θα επανέλθει στη διώρυγα μόλις υπάρξει πλήρης σταθεροποίηση, ενώ η COSCO επίσης αναμένει σταδιακή επανακανονικοποίηση της διαδρομής.
Ωστόσο, το κόστος ασφάλισης παραμένει καθοριστικός παράγοντας. Ο εκπρόσωπος της Inchcape, Abdel Aziz Nabil, τόνισε ότι οι ασφαλιστικές χρεώσεις για τη ζώνη υψηλού κινδύνου εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα υψηλές, γεγονός που «φρενάρει» την εμπορική επαναδραστηριοποίηση.
Στην πραγματικότητα, θα χρειαστεί χρόνος μέχρι να επανέλθει η ομαλότητα. Ταυτόχρονα, έχει καταγραφεί αύξηση ναυτικών ατυχημάτων στα πλοία που εκτρέπονται μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, καθώς οι σφοδρές χειμερινές κακοκαιρίες στο νότιο ημισφαίριο επηρεάζουν άμεσα την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Το πέρασμα είναι μακρύτερο, πιο δαπανηρό και πολλές φορές πιο επικίνδυνο.

















