Το ναυάγιο του «ΟΡΙΑ» αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες, που παραμένει ευρέως άγνωστη. Συνέβη το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 1944 κοντά στη νησίδα Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι), που βρίσκεται στον Σαρωνικό απέναντι από τα Λεγρενά.
Το μόλις 2.127 τόνων πλοίο ήταν φορτηγό και είχε ναυπηγηθεί το 1920 στο Σάντερλαντ της Βρετανίας από την Osbourne, Graham & Co με αριθμό ναυπήγησης 222.Αποτελούσε ιδιοκτησία της νορβηγικής εταιρείας Fearnley & Eger με έδρα το Όσλο και με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν για τη μεταφορά στρατευμάτων τους στη Νορβηγία, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στις γερμανικές νηοπομπές με προορισμό τη Βόρεια Αφρική. Το 1941 και ενώ βρισκόταν στο λιμάνι της Καζαμπλάνκα, επιτάχθηκε από τη φιλογερμανική γαλλική «κυβέρνηση του Βισύ», μετονομάστηκε σε «Sainte Julienne» και με έδρα το λιμάνι της Μασσαλίας χρησιμοποιήθηκε στη Μεσόγειο. Στις 25 Νοεμβρίου 1942 επιστράφηκε στον νόμιμο ιδιοκτήτη του και πήρε εκ νέου το αρχικό του όνομα, ενώ λίγο καιρό αργότερα δόθηκε στη γερμανική εταιρεία Mittelmeer Reederei GmbH και απέπλευσε για την Ιταλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τις γερμανικές δυνάμεις, το «Όρια» βρέθηκε στη Ρόδο, συμμετέχοντας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή. Στις 10.25 το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1944 (κατ’ άλλες πηγές το απόγευμα της ίδιας ημέρας) απέπλευσε από το λιμάνι του νησιού με κατεύθυνση τον Πειραιά. Στα αμπάρια του μετέφερε περισσότερους από 4.000 Ιταλούς αιχμαλώτους από τις φρουρές της Ρόδου και της Λέρου, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν 43 αξιωματικοί και 118 υπαξιωματικοί όλων των όπλων.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής του δέχθηκε επίθεση από αγγλικά πλοία και από το ολλανδικό υποβρύχιο «Ντολφάιν», αλλά κατάφερε να ξεφύγει με τη βοήθεια των τριών ελαφρών αντιτορπιλικών που το συνόδευαν.
Τις βραδυνές ώρες της 12ης Φεβρουαρίου το κατάφορτο με τους Ιταλούς πλοίο προσέκρουσε στον βράχο Μεδίνα κοντά στη νησίδα Πάτροκλος (γεωγραφικό πλάτος, 37ο 39′ βόρεια, γεωγραφικό μήκος 23ο 59′ ανατολικά), σε απόσταση 25 μιλίων ΝΑ του λιμανιού του Πειραιά. Το πλοίο πήρε κλίση και άρχισε να βυθίζεται. Η θάλασσα της περιοχής έγινε ο υγρός τάφος για χιλιάδες Ιταλούς που ήταν στοιβαγμένοι στα αμπάρια του.
Συνολικά, 4.074 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους (4.025 Ιταλοί, 44 Γερμανοί και 5 μέλη του πληρώματος). Οι διασωθέντες ανέρχονται σε μόλις 28 (21 Ιταλοί, 6 Γερμανοί και ο Έλληνας μηχανικός του πλοίου). H σχεδόν αύτανδρη βύθιση του «Όρια» δεν οφείλεται μόνο στην κακοκαιρία και τους κακούς χειρισμούς του νορβηγού πλοιάρχου, αλλά κυρίως στον ασφυκτικό εγκλωβισμό χιλιάδων ανθρώπων στ’ αμπάρια ενός μικρού και παμπάλαιου σκάφους. Η φήμη που κυκλοφόρησε τότε ότι τορπιλίστηκε από το υποβρύχιο «Παπανικολής» δεν ευσταθεί, αφού εκείνη την ημέρα το θρυλικό υποβρύχιο έπλεε μεταξύ Κρήτης και Λιβάνου.
Και όμως, το πολύνεκρο αυτό ναυάγιο, που ξεπερνά κατά πολύ αυτό του “Τιτανικού” (1.523 νεκροί), δεν καταγράφηκε πουθενά. Ούτε στα συμβάντα των ελληνικών λιμεναρχείων, ούτε στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, ούτε στις αθηναϊκές εφημερίδες που δεν ανέφεραν λέξη. Κι ας γέμισαν πτώματα οι παραλίες από τον Xάρακα ως το Λαγονήσι, που θύμιζαν «μαρίδα στο τηγάνι», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό ενός κατοίκου της περιοχής. H ναζιστική λογοκρισία απαγόρευσε την καταγραφή ή τη δημοσίευση οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας.
Τα επόμενα χρόνια πολλοί δύτες εξερεύνησαν το ναυάγιο του «Όρια» και έδωσαν συγκλονιστικές περιγραφές. Τα απομεινάρια του βρίσκονται σε βάθος από 28 έως 42 μέτρα.
Με πληροφορίες από:
astypalaia.wordpress.com
sansimera.gr