Το Δημόσιο επί 20 χρόνια δεν πληρώνει επτά ναυτικούς!

Φωτο:http://www.pireas2day.gr
Φωτο:http://www.pireas2day.gr

Μοναδικές προσφορές ξενοδοχείων και ταξιδιών με εξαιρετικές εκπτώσεις!

Νέο ηχηρό «χαστούκι» έρχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα ελλιπή μέτρα προστασίας των ναυτικών από αφερέγγυους πλοιοκτήτες.

Ο Γενικός Εισαγγελέας Pedro Cruz Villalon προτείνει να επιβεβαιώσει το Δικαστήριο προηγούμενη απόφασή του και να κρίνει ότι:
• Η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 παροχή (σ.σ. η κάλυψη μισθών τριών μηνών από το ΝΑΤ) δεν συνιστά «προστασία ισοδύναμη» με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987»

Η υπόθεση, που ταλαιπωρεί εδώ και 20 χρόνια (!) επτά Έλληνες ναυτικούς, καθώς το Δημόσιο για να προστατεύσει τους εφοπλιστές αρνείται να εφαρμόσει το ευρωπαϊκό δίκαιο, επανέρχεται καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας έθεσε δύο προδικαστικά ερωτήματα προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Αφορμή για την υποβολή των δύο ερωτημάτων αποτέλεσε η αίτηση αναίρεσης, που υπέβαλε το Δημόσιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικαίωσε τους επτά ναυτικούς κρίνοντας ότι:
• Το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους της κύριας δίκης τις ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις τους.

Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτή την απόφαση, αφού έκρινε ότι αποδείχτηκαν τα εξής:
1) Η πλοιοκτήτρια εταιρία ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, χώρα στην οποία βρισκόταν η πραγματική έδρα της (συγκεκριμένα, στον Πειραιά) και με την οποία είχε γνήσιο σύνδεσμο και, επομένως, η σημαία της Μάλτας, την οποία έφερε το πλοίο, ήταν σημαία ευκαιρίας.
2) Οι εργαζόμενοι υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987 και ότι ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε να μεταφέρει την εν λόγω οδηγία στο εθνικό δίκαιο, με τη θέσπιση κανόνων δικαίου σύμφωνων με αυτήν, δοθέντος ότι η κείμενη εθνική νομοθεσία δεν παρείχε προστασία ισοδύναμη με εκείνη της οδηγίας.

Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Χωρίς να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την πραγματική έδρα της πλοιοκτήτριας εταιρίας και σχετικά με τη σημαία ευκαιρίας, το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή των ναυτικών υποστηρίζοντας ότι «πληρώματα ποντοπόρων πλοίων» κατά το στοιχείο Α του σημείου II του παραρτήματος της οδηγίας 80/987 μπορούν να είναι μόνον τα πληρώματα των πλοίων με ελληνική σημαία και σε καμία περίπτωση τα πληρώματα πλοίων με σημαία ευκαιρίας τα οποία, καίτοι συνδέονται με την Ελλάδα, δεν είναι συμβεβλημένα με το ΝΑΤ.

Επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί επίσης την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η ελληνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται στα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων δεν τους παρέχει προστασία ισοδύναμη με την προβλεπόμενη από την οδηγία 80/987.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εκτιμώντας ότι οι λόγοι που προβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο με την αίτηση αναιρέσεως εγείρουν ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τα οποία πρέπει να επιλυθούν από το Δικαστήριο, υπέβαλε, στις 13 Ιουνίου 2014, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θέτοντας δύο ερωτήματα για τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας πρότεινε να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις.

Ειδικότερα, τα ερωτήματα και οι προτεινόμενες απαντήσεις είναι οι εξής:

Ερώτηση 1η: Κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ναυτικοί κράτους μέλους, οι οποίοι παρείχαν ναυτική εργασία σε πλοίο υπό σημαία τρίτης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση χώρας, για τις ανεξόφλητες απαιτήσεις που έχουν κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας, η οποία είχε μεν την καταστατική της έδρα στο έδαφος της τρίτης χώρας πλην η πραγματική της έδρα βρισκόταν στο εν λόγω κράτος μέλος, κηρύχθηκε δε σε πτώχευση από δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, λόγω ακριβώς της πραγματικής της έδρας, υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας αυτής, εν όψει του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού και ανεξαρτήτως αν οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από το δίκαιο της τρίτης χώρας, το δε κράτος μέλος αδυνατεί να απαιτήσει τη συνεισφορά του ξένου προς την έννομη τάξη του πλοιοκτήτη στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως;

Προτεινόμενη απάντηση: Η οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων ναυτικών που προσελήφθησαν για να εργασθούν σε πλοίο με σημαία τρίτης χώρας από εταιρία η οποία, καίτοι έχει την καταστατική έδρα της στο έδαφος της τρίτης χώρας, έχει την πραγματική έδρα της στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο προσελήφθησαν οι ναυτικοί και κηρύχθηκε σε πτώχευση από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από το δίκαιο της τρίτης χώρας και ότι η εργοδότρια εταιρία δεν συνεισέφερε στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως του εν λόγω κράτους μέλους.

2) Κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, θεωρείται, ως ισοδύναμη προστασία, η προβλεπόμενη από το άρθρο 29 του ν. 1220/1981 καταβολή από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) αποδοχών μέχρις ενός τριμήνου, στο ύψος των καθοριζομένων από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις βασικών μισθών και επιδομάτων σε Έλληνες ναυτικούς, ναυτολογημένους επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του ΝΑΤ, στην προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό περίπτωση, δηλαδή μόνο στην περίπτωση της εγκαταλείψεως αυτών στην αλλοδαπή;»

Προτεινόμενη απάντηση: Η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 παροχή δεν συνιστά «προστασία ισοδύναμη» με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Η υπόθεση σχετίζεται με το κρουαζιερόπλοιο «Παναγία», το οποίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 11 Σεπτεμβρίου 1992 και ακινητοποιήθηκε λόγω κατασχέσεων. Τότε το πλοίο, που είχε κατασκευαστεί το 1961, στα ναυπηγεία της HDW, στο Κίελο, είχε σημαία Μάλτας και ανήκε στην εταιρεία «ΡΑΝΑGΙΑ ΜΑLΤΑ Ltd».

Τελικά, στις 7 Ιουνίου 1995 το «Παναγία» βγήκε στον πλειστηριασμό από την Εθνική τράπεζα, αγοράστηκε από άλλη εταιρεία και μετονομάστηκε, το 1996, σε «Al Safa», χωρίς ωστόσο να αναχωρήσει για ταξίδια.

Νωρίτερα, στις 14 Ιουλίου 1994 και ενώ όπως λέγεται το πλοίο επρόκειτο να ναυλωθεί στην τουρκικών συμφερόντων εταιρεία Bodrum lines, για να εκτελέσει δρομολόγια στην γραμμή Ιταλίας- Αλικαρνασσού (Bodrum) οι 7 ναυτικοί είχαν υπογράψει συμβάσεις ναυτολόγησης. Όμως, μετά τη ματαίωση της χρονοναύλωσης του πλοίου, αν και οι ναυτικοί παρέμειναν σε αυτό και μετά τη συμπλήρωση του ορισμένου χρόνου διαρκείας των συμβάσεων τους (14/7/94 έως 15/12/94), δεν τους καταβλήθηκαν οι αποδοχές τους.

Μετά την επιβολή στο πλοίο διάφορων κατασχέσεων, αυτό ακινητοποιήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά και παρέμεινε δεσμευμένο μέχρι τις 7 Ιουνίου 1995, οπότε εκπλειστηριάστηκε.

Κατόπιν τούτου, οι ναυτικοί ανήγγειλαν νομίμως τις απαιτήσεις τους από τις συμβάσεις εργασίας τους (μισθούς και επιδόματα από 14 Ιουλίου 1994 έως 15 Δεκεμβρίου 1994 και αποζημιώσεις απολύσεως) και ζήτησαν την προνομιακή κατάταξή τους. Ο αρμόδιος, όμως, υπάλληλος δεν κατέταξε τις απαιτήσεις τους στον σχετικό πίνακα διότι έκρινε ότι δεν ήταν προνομιακές κατά το δίκαιο της Μάλτας.

Συγχρόνως άσκησαν αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αντικείμενο τις ίδιες απαιτήσεις. Το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή τους και έκρινε ότι δικαιούνταν τα αντίστοιχα ποσά νομιμοτόκως από τις 16 Δεκεμβρίου 1994. Παραλλήλως κρίθηκε ότι η σημαία του πλοίου ήταν σημαία ευκαιρίας.

Εν τω μεταξύ, η πλοιοκτήτρια εταιρία κηρύχθηκε σε πτώχευση και ακολούθησε, με δικαστική απόφαση, η παύση των εργασιών της πτωχεύσεως λόγω ελλείψεως της αναγκαίας περιουσίας.

Κατόπιν των εξελίξεων αυτών, οι ναυτικοί άσκησαν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλει ως αποζημίωση τα ποσά που τους είχαν επιδικαστεί από το πολιτικό δικαστήριο. Προς στήριξη του αιτήματός τους υποστήριξαν ότι το Δημόσιο, κατά παράβαση της οδηγίας 80/987, παρέλειψε να θεσπίσει ρυθμίσεις προς εξασφάλιση των ανεξόφλητων, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, απαιτήσεων των πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων εκ των συμβάσεων εργασίας αυτών.

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 δεν καταλαμβάνουν τις ανεξόφλητες απαιτήσεις από συμβάσεις ναυτολογήσεως Ελλήνων ναυτικών, μελών πληρώματος ποντοπόρου πλοίου που ναυτολογήθηκαν σε πλοίο με ξένη σημαία, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, και δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε ότι εν προκειμένω η σημαία ήταν σημαία ευκαιρίας, απέρριψε την αγωγή.

Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε την έφεση τους κρίνοντας ότι αποδείχθηκε ότι η πλοιοκτήτρια εταιρία ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, χώρα στην οποία βρισκόταν η πραγματική έδρα της (συγκεκριμένα, στον Πειραιά) και με την οποία είχε γνήσιο σύνδεσμο και, επομένως, η σημαία της Μάλτας, την οποία έφερε το πλοίο, ήταν σημαία ευκαιρίας.

Η σημαντική απόφαση του Εφετείου εκδόθηκε το 2005 αλλά το Δημόσιο σε μια εμφανή προσπάθεια να μην δημιουργηθεί δεδικασμένο, που θα το υποχρέωνε να λάβει ουσιαστικά μέτρα προστασίας των ναυτικών, με επιβάρυνση των εφοπλιστών, έκανε αίτηση αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έστειλε τα παραπάνω προδικαστικά ερωτήματα προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Μερικά στοιχεία για το πλοίο

Το πλοίο «Παναγία» κατασκευάστηκε το 1961 στα ναυπηγεία της HDW στο Κίελο για λογαριασμό του νορβηγού πλοιοκτήτη Anders August Jahre,

Αρχικά, είχε το όνομα «Kronprins Harald». Το μήκος του ήταν 138,26 μέτρα, το πλάτος 18 μέτρα, το βύθισμα 5,49 μέτρα και ανέπτυσσε ταχύτητα 20 κόμβων. Είχε χωρητικότητα 577 επιβατών και διέθετε 501 κρεβάτια.
Το γκαράζ είχε χωρητικότητα για 150 αυτοκίνητα.

Για 15 χρόνια έκανε δρομολόγια στη δημοφιλή γραμμή Κίελο- Όσλο και το 1976 αγοράστηκε από εταιρεία του Βιετνάμ, όπου παρέμεινε μέχρι το 1991 αλλάζοντας δύο φορές όνομα. Το πρώτο ήταν Ha Long (1976-1979) και το άλλο Thong Nhat (1979-1991).

Το 1991 μετονομάστηκε σε «Παναγία» και πέρασε σε εταιρεία ελληνικών συμφερόντων. Μετά τον πλειστηριασμό, το 1996, μετονομάστηκε σε «Al Safa». Το 1998 το πλοίο πωλήθηκε, ξανά, μετονομάστηκε σε «Μέδουσα», με σημαία Παναμά, είναι άγνωστο αν ταξίδεψε κάπου αλλά τελικά το 2005 πωλήθηκε για διάλυση στα διαλυτήρια της Αλιάγα στην Τουρκία, όπου έφτασε ρυμουλκούμενο από την Αυλίδα.

pireas2day.gr

Διαβάστε ακόμα