Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης, Αντιναύαρχος ΠΝ (εα)
Την περίοδο 6 με 10 Απριλίου 1941, έγιναν 6 νυκτερινές και 2 ημερήσιες αεροπορικές επιδρομές στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, στον Κόλπο Ελευσίνας και στο λιμάνι του Πειραιά με ανελέητους βομβαρδισμούς και ναρκοθέτηση των προσβάσεων του.
Λόγω των συχνών αυτών αεροπορικών επιθέσεων, η παραμονή των πολεμικών πλοίων στο Ναύσταθμο και στα αγκυροβόλια διασποράς στην Ελευσίνα, ήταν επισφαλής και επειδή ο «πλήρως μηχανοκίνητος» Γερμανικός στρατός προχωρούσε πολύ γρήγορα στους στόχους του, συγκλήθηκε το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) και αποφάσισε την αποδημία του Στόλου στην Αλεξάνδρεια για να συνεχίσει τον αγώνα του από εκεί σε συνεργασία με τους Συμμάχους.
Η απόφαση του ΑΝΣ τέθηκε υπ’ όψη του πρωθυπουργού Κορυζή για έγκριση και μετά εκδόθηκε η διαταγή που έλεγε «όλα τα αντιτορπιλικά και υποβρύχια, καθώς και ένας αριθμός επίτακτων και βοηθητικών πλοίων, θα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμα για άμεσο απόπλου και πλήρως εφοδιασμένα σε καύσιμα, πυρομαχικά και τρόφιμα».
Τα πολεμικά άρχισαν σταδιακά να αναχωρούν, αφού είχαν ήδη μεταφέρει το χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδος στην Κρήτη με τα αντιτορπιλικά Βασ. Γεώργιος και Βασ. Όλγα, και στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού είχαν μείνει μόνο τέσσερα αντιτορπιλικά (ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, ΥΔΡΑ, ΠΑΝΘΗΡ και ΙΕΡΑΞ) για την μεταφορά της Κυβέρνησης και άλλων κρίσιμων υλικών. Στην ουσία, η τότε κυβέρνηση, ήθελε τα πολεμικά μας πλοία να είναι κοντά για να εξασφαλιστεί η ασφαλής διαφυγή από τη χώρα, των υπουργών και αριθμού ανωτέρων κρατικών λειτουργών, μετά των οικογενειών τους. Χαρακτηριστικά, ο ναύαρχος Καββαδίας, αρχηγός Στόλου τότε, έγραψε στο βιβλίο του ότι μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμένει ολόκληρος ο Στόλος στον Σαρωνικό. Ωστόσο, «η κυβέρνηση εθεώρει ότι τα Ελληνικά Αντιτορπιλικά δεν έχουσιν άλλην αποστολήν από του να την μεταφέρωσιν εις Κρήτη»
Τα πλοία που παρέμειναν έπλεαν συνεχώς κοντά στα νησάκια της περιοχής προσπαθώντας να καλυφτούν από τις βραχονησίδες και να μην γίνουν αντιληπτά από τα πληρώματα των Γερμανικών αεροπλάνων που συνεχώς πετούσαν στον ουρανό και βομβάρδιζαν την περιοχή. Επίσης παρέμεναν και μερικά τορπιλοβόλα στην περιοχή από Βούλα μέχρι Φλέβες, για έλεγχο των φραγμάτων και της ναυσιπλοΐας.
Στις 22 Απριλίου 1941, το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ, είχε εντολή να συναντήσει τις 19:00 στις Φλέβες το φορτηγό πλοίο ΜΑΡΙΜΕΣΚ που είχε φορτώσει τα πυρομαχικά του Στόλου, προκειμένου να το συνοδεύσει μαζί με το υποβρύχιο Παπανικολής, στη Σούδα.Επίσης, την ίδια μέρα είχε ανατεθεί στο τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ, με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ανδρέα Γερμανό (πατέρα του δημοσιογράφου Φρέντυ Γερμανού), να συνοδεύσει το επίτακτο φορτηγό/επιβατηγό ΖΑΚΥΝΘΟΣ της εταιρείας «Ακτοπλοΐα της Ελλάδος» που θα μετέφερε στρατιωτικούς και χρήματα της Τράπεζας της Ελλάδοςαπό τον κόλπο Μεγάρων στη Σούδα.
Στο φορτηγο-ποστάλιΖΑΚΥΝΘΟΣ επιβιβάστηκαν από την προηγούμενη μέρα περίπου 120 άτομα που ήταν τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων που είχαν βυθιστεί τις προηγούμενες μέρες και σώθηκαν, καθώς και τεχνίτες του Ναυστάθμου, για να συναντήσουν τον υπόλοιπο στόλο.
Επίσης φορτώθηκαν στο πλοίο 50 μεγάλες κούτες με ακυκλοφόρητα χαρτονομίσματα της Τράπεζας της Ελλάδος αξίας 50 εκατομμυρίων δραχμών τις οποίες συνόδευαν δύο υπάλληλου της Τράπεζας, οι κ. Πλολυμης και Αναγνωστόπουλος. Ωστόσο από το 36-μελές πλήρωμα του ΖΑΚΥΝΘΟΣ, οι 18 δραπέτευσαν προ του απόπλου γιατί δεν θέλησαν να ακολουθήσουν το σκάφος. Οι συνεχείς καθημερινοί βομβαρδισμοί είχαν κάμψει το ηθικό του πληρώματος του εμπορικού αφού από την 6η Απριλίου γινόταν καθημερινά σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί από σμήνη γερμανικών αεροπλάνων, σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της χώρας και εγκαταστάσεις. Από αυτούς, μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, το Ναυτικό μας έχασε τα 20 από τα 37 πλοία που είχε, δηλχάθηκε το 60% του στόλου.
Την Τρίτη 22.4.1941, τα πλοία ΚΥΔΩΝΙΑΙ και ΖΑΚΥΝΘΟΣ, μόλις τελείωσε ο ανεφοδιασμός του δεύτερου με τροφοδοτικό και με πόσιμο νερό,απέπλευσαν, γιατί τα Μέγαρα δεν ήταν ασφαλή και κατευθύνθηκαν προς το στενό Αίγινας- Μεθάνων, ώστε σε κάποιο όρμο να εφοδιαστεί το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ από το εμπορικό, με τροφοδοτικό νερό λεβήτων και να περιμένουν το σκοτάδι, για να κινηθούν σύμφωνα με την διαταγή πλού. Το ΖΑΚΥΝΘΟΣ λοιπόν γύρω στις 15:00 αγκυροβόλησε στον όρμο Μαραθώνα της Αίγινας, πλεύρισε δίπλα του το ΚΥΔΩΝΙΑΙ και αμέσως άρχισε η υδροδότηση. Τα πλοία είχαν εντολές να πλέουν μόνο τη νύχτα ενώ την ημέρα να αγκυροβολούν και να μένουν κοντά στην ακτή, προκειμένου να αποφύγουν τον εντοπισμό τους από τα γερμανικά αεροπλάνα, που από την 6 Απριλίου 1941 συνεχώς σφυροκοπούσαν όλη την Ελλάδα.
Γύρω στις 17:30 εμφανίστηκε ξαφνικά ένα σμήνος 15 γερμανικών βομβαρδιστικών πάνω από την περιοχή του Ισθμού που κατευθυνόταν ανατολικά. Μετά από λίγο, αποχωρίστηκαν από το σμήνος τρία αεροπλάνα, έστρεψαν δεξιά και κατευθύνθηκαν προς τα πλοία. Αμέσως το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ έφυγε δίπλα από το ΖΑΚΥΝΘΟΣ και απομακρύνθηκε με τη μέγιστη ταχύτητα και με ελιγμούς, αποφεύγοντας έτσι επιτυχώς τις 12 βόμβες που έριξαν. Ευτυχώς όμως καμιά βόμβα δεν έπεσε πάνω στα πλοία. Όλες έσκασαν μακριά τους.
Στις 18:20 το τορπιλοβόλο ειδοποιήθηκε από το πυροβολείο της Πέρδικας να πλεύσει για περισυλλογή τυχών ναυαγών του ΥΔΡΑ που είχε βομβαρδιστεί και βυθιστεί πριν μια ώρα βόρεια της Αίγινας. Τα 12 αεροπλάνα φαίνεται ήταν ένα από τα κύματα προσβολής του. Το ΥΔΡΑ στάθηκε άτυχο γιατί ενώ έπλεε για να συναντήσει το πλοίο που θα συνόδευε, και ενώ βρισκόταν δίπλα στις Λαγούσες της Αίγινας, δέχτηκε μια σφοδρή αεροπορική επιδρομή από 80 αεροπλάνα. Αποτέλεσμα αυτής ήταν να βυθιστεί.
Το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ αμέσως έπλευσε προς βορρά, αλλά επειδή δεν ήξερε το ακριβές στίγμα του ΥΔΡΑ, έκανε έρευνα στην περιοχή μεταξύ και γύρω, από τις νησίδες Υψηλή και Πλατειά. Όμως από τα διερχόμενα σήματα αντελήφθησαν ότι το ΥΔΡΑ βυθίστηκε κοντά στις Λαγούσες. Κατευθύνθηκαν προς εκεί και ερεύνησαν επί μία ώρα την περιοχή, αλλά δεν βρήκαν κανένα ναυαγό. Το μόνο που είδαν ήταν μια μεγάλη πετρελαιοκηλίδα, στην επιφάνεια της θάλασσας, μερικά σωσίβια και συντρίμμια που επέπλεαν. Οι ναυαγοί είχαν παραληφθεί από άλλα πλοία και βάρκες και μεταφερόταν στην Αίγινα και Πειραιά.
Στις 20:40 το ΚΥΔΩΝΙΑΙ ρώτησε με σήμα τον Αρχηγό Στόλου αν θα συνέχιζε την έρευνα ή αν θα συνέχιζε την αποστολή συνοδείας του ΖΑΚΥΝΘΟΣ προς τη Σούδα. Η απάντηση ήταν να παραλάβει το ΖΑΚΥΝΘΟΣ και να συνεχίσουν την αποστολή τους. Έτσι το ΚΥΔΩΝΙΑΙ επανέπλευσε στον όρμο Μαραθώνα το βράδυ στις 21:10, όπου διαπίστωσαν πως όλο το πλήρωμα του εμπορικού, εκτός τους αξιωματικούς, είχε πέσει στη θάλασσα με την έναρξη της αεροπορικής προσβολήςλόγω πανικού και δεν ήθελε να συνεχίσει το ταξίδι. Τελικά, το πλήρωμα πείστηκεκαι τα δύο πλοία απέπλευσαν από την Αίγινα για τη Σούδα στις 22:00 και θα έκαναν μια ενδιάμεση στάση το πρωί στη Μονεμβασιά.
Ατυχώς την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει και η αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων από την Ελλάδα (επιχείρηση DEMON) που γινόταν από τα λιμάνια της Καλαμάτας, Μονεμβασιάς και Ναυπλίου, για να μεταφερθούν στην Σούδα και τα γερμανικά αεροπλάνα έκαναν συνεχείς επιδρομές.
Το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ με το ΖΑΚΥΝΘΟΣ, δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στην Κρήτη. Τα βύθισαν γερμανικά αεροπλάνα στην Μονεμβασιά.
Το Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ χωρίς το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ έπλεε με το εμπορικό που μετέφερε τα πυρομαχικά του στόλου, προς την Σούδα όπου όλα κατέπλευσαν την επομένη το πρωί.
Την ίδια νύχτα 22 Απριλίου 1941, απέπλευσαν από την περιοχή Μεγάρων-Σκαραμαγκά για τη Σούδα, τα αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, ΙΕΡΑΞ και ΠΑΝΘΗΡ και μετέφεραν τα μέλη της Κυβερνήσεως με τις οικογένειες τους, το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Κυριάκο Βαρβαρέσο και τον υποδιοικητή της Γεώργιο Μαντζαβίνο.
Αυτά ήταν και τα τελευταία πολεμικά πλοία που εγκατέλειψαν τα νερά του Σαρωνικού για να συνεχίσουν τον αγώνα και έξω από τα σύνορα της Ελλάδος.
Τελικά τα πολεμικά πλοία που σώθηκαν και κατάφεραν να μεταβούν διαδοχικά στην Σούδα και μετά στην Αλεξάνδρεια, ήταν μόνο δεκαέξι.Και δεν ήταν μόνο τα πλοία εκεί, ήταν ολόκληρο το Ναυτικό μας. Ήταν ο αρχηγός τουΥποναύαρχος Σακελλαρίου, ο Αρχηγός του Στόλου Υποναύαρχος Καββαδίας, οι Διοικητές των Στολίσκων, οι Κυβερνήτες, οι Αξιωματικοί, οι Υπαξιωματικοί και οι ναύτες. Και όλοι αυτοί δεν έφυγαν για να σωθούν. Έφυγαν, για να συνεχίζουν τον πόλεμο εγκαταλείποντας περιουσίες και αφήνοντας πίσω προσφιλή πρόσωπα.
Τα πλοία του ναυτικού μας, μαζί με το προσωπικό τους, με όλες τις αντιξοότητες και προβλήματα που είχαν, περήφανα μετέβησαν σε μια άλλη ήπειρο και συνέχισαν από εκεί τον κοινό αγώνα κατά των Δυνάμεων του Άξονα, σε αντίθεση με τα πλοία άλλων ναυτικών.