Λειτουργώντας με μακροπρόθεσμα επιχειρηματικά πλάνα η GasLog φαίνεται να εδραιώνει τη θέση της στην αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου και να ευνοείται από τις ευρύτερες εξελίξεις. Έχοντας ως βάση το Monaco, η GasLog έχει ως επί το πλείστον μείνει μακριά από κερδοσκοπικές παραγγελίες πλοίων LNG, και πριμοδοτεί τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και το κόστος των μεταφορών.
Ως εκ τούτου, ενώ η ναυτιλιακή αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου εμφανίζει όλο και πιο έντονα σημάδια μεταβλητότητας λόγω της πλεονάζουσας χωρητικότητας των στόλων μεταφοράς αερίου, η GasLog βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, μένοντας ως επί το πλείστον ανεπηρέαστη από τις ημερήσιες διακυμάνσεις των τιμών στο χώρο.
“Η GasLog είναι μια από τις πιο εδραιωμένες και αξιοσέβαστες ναυτιλιακές επιχειρήσεις LNG”, δήλωσε ο Φώτης Γιαννακούλης, ναυτιλιακός αναλυτής της Morgan Stanley.
Η εταιρεία ελέγχεται από τον πρόεδρό της, τον πλοιοκτήτη μεγιστάνα Πέτρο Λιβάνο, μέσω της εταιρείας Ceres Shipping. Αρχικά διαχειριζόταν πλοία LNG για τη βρετανική BG Group, μέχρι που το 2006 η GasLog άρχισε να αγοράζει και να λειτουργεί τα δικά της πλοία μεταφοράς LNG, παρά το μεγάλο κόστος και των υψηλών προτύπων ασφάλειας και τεχνογνωσίας που απαιτούν.
“Η συμμετοχή της GasLog στον τομέα της ναυτιλίας ήταν πολύ σταδιακή και πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη”, αναφέρει ο Γιαννακούλης. “Δεν κάνουν μια βουτιά στην αγορά. Πρώτα έχτισαν επιχειρησιακή πείρα και 10 χρόνια αργότερα άρχισαν να αγοράζουν τα πρώτα πλοία τους”.
Ο κλάδος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη την περίοδο 2011-2013, γεγονός που προσέλκυσε πολλούς νεοεισερχόμενους κερδοσκόπους στην αγορά. Στις κορυφαίες στιγμές της αγοράς, οι τιμές ετήσιας ναύλωσης ενός σκάφους έφτασαν τα 130 χιλιάδες δολάρια την ημέρα, ενώ οι συμβάσεις πέντε έως 10 ετών κυμάνθηκαν ανάμεσα στα 80 με 90 χιλιάδες δολάρια την ημέρα. Οι τιμές αυτές έχουν κατέβει σε πιο λογικά επίπεδα.
“Η πριμοδότηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι των μακροπρόθεσμων που είδαμε στα προηγούμενα τρία χρόνια έχει εξαφανιστεί”, σύμφωνα πάντα με τον Γιαννακούλη. Αυτό οφείλεται στ’ ότι η σημερινή αγορά φαίνεται στο εγγύς μέλλον να αντιμετωπίζει υπερπροσφορά πλοίων, εξαιτίας των παραγγελθέντων πλοίων που θα βγουν στα κύματα το 2014-15. Αυτά τα πλοία είχαν παραγγελθεί της στιγμή της κορύφωσης της αγοράς, χωρίς να αντιστοιχούν με την ανάπτυξη των υποδομών υγροποίησης.
Η κρίση στην Ουκρανία ενδέχεται επίσης να ενισχύσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές στην αγορά LNG. Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω των αγωγών. Ενώ οι κυρώσεις εναντίον του ρωσικού φυσικού αερίου ή μια διακοπή της παροχής του προς την Ευρώπη φαίνονται απίθανα, η επιθετικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Κριμαία μπορεί να ενθαρρύνει περισσότερες εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Οι εγκαταστάσεις υγροποίησης κοστίζουν δισεκατομμύρια δολάρια και χρειάζονται αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθούν. Η πρώτη αμερικάνικη εγκατάσταση για LNG στην Sabine Pass της Λουιζιάνας αναμένεται να λειτουργήσει προς το τέλος του 2015. Προς το τέλος του τρέχοντος έτους αναμένεται να ολοκληρωθούν αντίστοιχα έργα στην Αυστραλία και την Ινδονησία.
Έτσι, ενώ μια βραχυπρόθεσμη υπερπροσφορά πλοίων θα υπάρχει μέχρις ότου τα νέα έργα υγροποίησης να εισέλθουν στην αγορά, αρχής γενομένης από το 2016 η αγορά αναμένεται να “ξανάδέσει”. Δεδομένου των δυο-τριών χρόνων που απαιτεί η παραλάβει ενός νεότευκτου σκάφους, λίγες φαίνονται οι εταιρείες που θα είναι προετοιμασμένες για να αναπτύξουν το στόλο τους εκείνη την περίοδο.
Η GasLog αυτή κατέχει 18 πλοία, από τα οποία τα 15 είναι ναυλωμένα υπό μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Τον Ιανουάριο, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει τρία πλοία μεταφοράς LNG από μια θυγατρική της BG Group για 468 εκατ. δολάρια, ενώ έχει παραγγείλει δύο ακόμη πλοία για το 2016.
“Εκτιμούμε ότι η βιομηχανία θα χρειαστεί άλλα 150 νεότευκτα πλοία προκειμένου να εξυπηρετήσει τη ζήτηση γύρω στο 2020″, δήλωσε ο Γιαννακούλης. “Αυτό αντιστοιχεί σε πάνω από 30 δις ευρώ σε επενδύσεις κεφαλαίων και ξεπερνάει τα 114 πλοία που βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή. Η GasLog αναμένεται να είναι ένας από τους κύριους δικαιούχους αυτής της ανάπτυξης”.