“Γερνάει” επικίνδυνα ο ακτοπλοϊκός στόλος

Του Γιώργου Γεωργίου

Επενδύσεις έως 3 δισ. ευρώ απαιτούνται μέσα στην επόμενη δεκαετία για την ανανέωση του “ηλικιωμένου” ακτοπλοϊκού στόλου, όπως προκύπτει από την έρευνα που δημοσίευσε πριν από λίγο η XRTC Business Consultants η οποία δραστηριοποιείται στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση και στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Το θέμα της ανανέωσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την εγχώρια ακτοπλοΐα, αν αναλογιστεί κανείς πως στο τέλος του 2021 το 60% του στόλου θα είναι εντός του ορίου ηλικίας των 30 ετών, ενώ το 2030 το 74% του στόλου θα είναι πάνω από 30 ετών.

“Χαρακτηριστικό της γήρανσης” επισημαίνουν οι μελετητές “είναι ότι το σύνολο του στόλου είναι άνω των 7 ετών με διάμεση ηλικία τα 25 έτη. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι στα επόμενα 10 χρόνια θα πρέπει να αντικατασταθεί το 50% του υφιστάμενου στόλου με την υπόθεση ότι το κόστος συντήρησης για πλοία άνω των 35 ετών αυξάνεται απαγορευτικά”.

Την ίδια ώρα, φυσικά, έρχονται νέοι περιβαλλοντικοί κανονισμοί και οδηγίες. “Η αγορά καλείται να βρει το συντομότερο δυνατό τις τεχνικές λύσεις για την κατασκευή νέων πλοίων φιλικών προς το περιβάλλον και κεφάλαια για τις προβλεπόμενες νέες επενδύσεις” σημειώνεται στη μελέτη.
Το κόστος των κατασκευών

Με δεδομένο, ότι στη διεθνή αγορά δε διατίθενται προς πώληση πλοία μικρότερης ηλικίας και κατάλληλα για τις εγχώριες γραμμές, η μόνη λύση για την ανανέωση του στόλου είναι η κατασκευή νέων βαποριών, το κόστος των οποίων είναι υψηλό κυρίως λόγω των νέων περιβαλλοντικών προδιαγραφών, ενώ ο χρόνος κατασκευής ξεπερνά τα 2-3 χρόνια.

Με βάση την ανάλυση της XRTC, τα απαιτούμενα κεφάλαια της ανανέωσης και αναβάθμισης του στόλου την επόμενη δεκαετία κυμαίνονται μεταξύ 2,6 και 3 δισ. ευρώ, αν ληφθεί η απόφαση ανανέωσης όλων των πλοίων που είναι άνω των 25 ετών (34 συμβατικά και 13 ταχύπλοα).

Παράλληλα, όμως, χρειάζονται νέες επενδύσεις για την τεχνολογική αναβάθμιση του νεότερου μέρους του ακτοπλοϊκού στόλου κάτω των 20 ετών (20 συμβατικών και 22 ταχυπλόων). Το εν λόγω κόστος υπερβαίνει τα 100-150 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, “η αναγκαιότητα των νέων κατασκευών, αλλά και η προτίμηση των Ελλήνων ακτοπλόων στην κατασκευή και επισκευή πλοίων στη χώρα μας θα ωθήσει και θα επιταχύνει την έναρξη της ναυπηγικής δραστηριότητας με πρόβλεψη να ξεκινήσουν νέες κατασκευές εντός τριετίας”.

“Η παρούσα εικόνα μπορεί να εκληφθεί ως μία ευκαιρία για είσοδο νέων επενδυτών εάν συνδυαστεί με την προβλεπόμενη σταδιακή άρση των μέτρων της πανδημίας την επόμενη διετία και την εκτόξευση του τουριστικού προϊόντος και της οικονομίας της Ελλάδος” καταλήγουν.
Το ιστορικό

Ο ελληνικός ακτοπλοϊκός στόλος έχει κάνει ήδη το μεγαλύτερο μέρος ενός κύκλου, ο οποίος ξεκίνησε από τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ‘90 με τις συνεχιζόμενες παραγγελίες νεότευκτων πλοίων.

Εντός μιας δεκαετίας (μεταξύ 1995-2005) ο στόλος ανανεώθηκε κατά 90% σε επίπεδο χωρητικότητας και η ηλικία του μειώθηκε από ένα μέσο όρο άνω των 30 ετών σε ένα μέσο όρο σχεδόν 5 ετών. Για να συμβεί αυτό υπήρξε μια ευχάριστη συγκυρία που ξεκινούσε από την προβλεπόμενη είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και το ενιαίο νόμισμα, την ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων και την άνθηση του συνήθως ισχνού ελληνικού χρηματιστηρίου από το οποίο αντλήθηκαν σημαντικά κεφάλαια για το νέο αυτό ιστορικό κύκλο επενδύσεων.

Ο παραπάνω συνδυασμός, καθώς επίσης και η άρση του cabotage, με την εφαρμογή ως νόμο του κράτους της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1932 που έφερνε την απελευθέρωση της εκμετάλλευσης των ακτοπλοϊκών πλοίων, προσέλκυσε το ενδιαφέρον επενδυτών της θαλάσσιας οικονομίας και της ναυτιλίας που για πρώτη φορά επένδυσαν στην εσωτερική ναυτιλιακή αγορά δίπλα στα παραδοσιακά ονόματα της ακτοπλοΐας.

Η μετέπειτα πορεία του κλάδου δεν επέτρεψε δυστυχώς την αναγκαία συνεχιζόμενη ανανέωσή του. Τα φτωχά αποτελέσματα ως απόρροια του έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των εταιριών, αλλά κυρίως το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008 και κατ’ επέκταση η ελληνική κρίση χρέους οδήγησαν την αγορά σε κινήσεις αποεπένδυσης, μείωση του στόλου και αναπόφευκτη γήρανση. Αυτή τη διαπιστώνουμε τόσο στα συμβατικά όσο και στα ταχύπλοα πλοία.

capital.gr

Διαβάστε ακόμα