Μυστήριο σκέπαζε για καιρό την υπόθεση με το πλοίο-φάντασμα «Joyita» και τους επιβάτες του οποίοι εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Οι υποψίες στράφηκαν ακόμη και σε Ιάπωνες πειρατές και σοβιετικά υποβρύχια.
Πριν από 65 χρόνια, το «Joyita», το διάσημο πλοίο «φάντασμα» του οποίου το πλήρωμα εξαφανίστηκε δίχως να αφήσει ίχνη, εντοπίστηκε στον Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, σχεδόν 600 μίλια μακριά από τη βάση του. Οι εικασίες και οι θεωρίες συνωμοσίας για ληστές, εμπόρους ναρκωτικών, Σοβιετικούς κατασκόπους και Ιάπωνες πειρατές, διαδέχονταν η μια την άλλη. Ωστόσο, μόνο μία εκδοχή είναι αρκετά πειστική και μάλιστα έχει το χειρότερο τέλος.
Το ιδιόρρυθμο «αφεντικό» στο τελευταίο ταξίδι του «Joyita»
Ο διοργανωτής του τελευταίου ταξιδιού του «Joyita» ήταν ένας νεαρός αξιωματούχος της Νέας Ζηλανδίας, ο Ρότζερ Πίρλες. Τον Μάρτιο του 1955 ορίστηκε διοικητής της περιοχής του Τοκελάου, ένα σύμπλεγμα τριών νησιών του Νότιου Ειρηνικού που ανήκει διοικητικά στη Νέα Ζηλανδία. Ανέλαβε τα καθήκοντά του με ενθουσιασμό, κάτι που σπάνιζε σ’ εκείνα τα μέρη.
Ο καινούριος διοικητής και τα σχέδιά του άρεσαν στους ντόπιους. Έπειτα από χρόνια στασιμότητας, ο Πίρλες, ο οποίος είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο στην Οξφόρδη και είχε πολλές ιδέες, τους φάνηκε σαν μια «ανάσα καθαρού αέρα». Γι’ αυτό τον λόγο δεν έδιναν πολλή σημασία στην απροσεξία, την αλαζονεία και κάποιες φορές παράξενη συμπεριφορά του: Μεταξύ άλλων, ζητούσε να τον ακολουθεί πάντα ένας νεαρός Πολυνήσιος με ένα φλιτζάνι και ένα πιατάκι και να του σερβίρει τσάι κατόπιν αιτήματος.
Ο Πίρλες, όταν έμαθε για τον νέο του διορισμό, βρισκόταν στο αρχιπέλαγος των Σαμόα, σε απόσταση 450 χιλιομέτρων από το Τοκελάου. Δεν ήταν πολύ μακριά – μια τέτοια απόσταση καλυπτόταν διά θαλάσσης μέσα σε λίγες ημέρες ή και νωρίτερα. Το πρόβλημα ήταν ότι το Τοκελάου δεν είχε τακτική θαλάσσια συγκοινωνία με τους γείτονές του. Τα πλοία από εκεί περνούσαν τόσο σπάνια που υπήρχε έλλειψη φαρμάκων και τροφίμων στα νησιά.
Ο Πίρλες χρειαζόταν ένα πλοίο και το βρήκε. Το εμπορικό πλοίο «Joyita» ήταν αγκυροβολημένο για μήνες στην πόλη Απία, στα νησιά των Σαμόα. Τον Απρίλιο, ο Πίρλες το χρησιμοποίησε για το πρώτο του ταξίδι στο Τοκελάου και έκτοτε θεωρούσε ότι το πλοίο θα έπρεπε να εκτελεί τακτικά δρομολόγια μεταξύ των νησιών. Η κυβέρνηση είχε άλλη άποψη, όμως του έδωσε την άδεια για επιπλέον δύο δρομολόγια.
Η πολυτάραχη ζωή του «Joyita»: Από πολυτελές γιοτ… μέχρι αλιευτικό
Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, το «Joyita» κατάφερε να αλλάξει αρκετά και διαφορετικά «επαγγέλματα». Κατασκευάστηκε το 1931 έπειτα από παραγγελία του σκηνοθέτη του Χόλυγουντ, Ρόλαντ Γουέστ. Τότε ήταν ένα πολυτελές γιοτ με επένδυση από παχιές σανίδες κέδρου και τικ (σ.σ. είδος ξύλου) και εξοπλισμένο με υπερσύγχρονο εξοπλισμό πλοήγησης.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Γουέστ βρέθηκε στο κέντρο ενός σκανδάλου: Πέθανε η ερωμένη του, η ηθοποιός Τέλμα Τοντ. Παρά το πόρισμα της έρευνας ότι η αιτία του θανάτου της ήταν ατύχημα, αρκετοί θεωρούσαν ότι ο σκηνοθέτης είχε κάποια σχέση με την τραγωδία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα πολυτελές γιοτ που θύμιζε τη νεκρή ηθοποιό ήταν πολύ ακατάλληλο κι έτσι ο Γουέστ αποφάσισε να το πουλήσει σε κάποιον Μίλτον Μπάκον.
Τον Οκτώβριο του 1941, λίγο πριν από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, το «Joyita» μετατράπηκε σε στρατιωτικό σκάφος και έφυγε στη Χαβάη. Εκεί παρέμεινε μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο, το πλοίο πωλήθηκε σε μια αλιευτική εταιρεία, μετατράπηκε σε αλιευτικό και για μεγαλύτερη σταθερότητα καλύφθηκε με φελλό, γεγονός που το έκανε πρακτικά αβύθιστο. Το πλοίο δεν έφερνε κέρδος στους ιδιοκτήτες του, οι οποίοι το πούλησαν το 1952 στη 45χρονη καθηγήτρια Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Χαβάης, Καταρίνα Λουομάλα.
Η Λουομάλα αγόρασε το «Joyita» για τον εραστή της, τον έμπειρο καπετάνιο Τόμας Μίλερ, με το παρατσούκλι Ντάστι. Ο Μίλερ είχε ενδιαφέρον βιογραφικό: Από την ηλικία των 14 ετών υπηρετούσε στον βρετανικό εμπορικό στόλο και μετά τον πόλεμο μετακόμισε στα νησιά του Ειρηνικού. Εν πλω προτιμούσε να φοράει τις πολυνησιακές φούστες «λάβα λάβα» και δεν έπινε καθόλου αλκοόλ, ενώ στην ακτή ήταν σχεδόν πάντα μεθυσμένος. Ένας φίλος του από τα νησιά Φίτζι έλεγε ότι ο Μίλερ τού θύμιζε εκείνους τους ναυτικούς που έκαναν λαθρεμπόριο στον Ταγγέρη κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Μίλερ δεν γνώριζε τίποτα από ψάρεμα, οπότε ήταν ακόμη πιο άτυχος σ’ αυτή την επιχείρηση από τους πρώην ιδιοκτήτες του «Joyita». Ύστερα από αρκετά αποτυχημένα δρομολόγια για ψάρεμα, ξέμεινε από χρήματα και κόλλησε στην πόλη Απία, στα νησιά Σαμόα. Το ταξίδι τον Απρίλιο με τον Πίρλες ήταν η τελευταία του προσπάθεια να βελτιώσει κάπως την κατάστασή του, κανείς όμως δεν αγόρασε το αλίευμα.
Μετά την επιστροφή, δεν του είχαν απομείνει χρήματα ούτε για την επισκευή ούτε για καύσιμα. Ζούσε στη φτώχεια, αλλά ακόμη είχε ελπίδες. Όταν η Καταρίνα Λουομάλα τού πρότεινε να πουλήσει το «Joyita», ο καπετάνιος άκουσε τη συμβουλή της, αλλά ζήτησε τόσα χρήματα που όλοι οι πιθανοί αγοραστές φοβήθηκαν. Οι γνωστοί του υποψιάστηκαν ότι απλά δεν ήθελε να αποχωριστεί το πλοίο του.
Η τελευταία ευκαιρία
Την 1η Οκτωβρίου του 1955, οι Αρχές της Νέας Ζηλανδίας έδωσαν στον Πίρλες την άδεια για ένα νέο ταξίδι. Ο αξιωματούχος από τη χαρά του έστειλε μια επιστολή στον αδελφό του, ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Ζηλανδία: «Φεύγω ξανά προς το Τοκελάου πάνω στο “Joyita”. Δύο δρομολόγια, 10 ημέρες συνολικά. Για μένα, είναι μια μεγάλη νίκη, επειδή προσπαθούσα να πάρω την άδεια για αρκετούς μήνες, αλλά η κυβέρνηση είχε αμφιβολίες».
Το οικονομικό κομμάτι το ανέλαβε η εταιρεία «Ε.Α. Coxon & Company» η οποία εμπορευόταν την αποξηραμένη ψύχα καρύδας που χρησιμοποιείτο για την παραγωγή λαδιού. Η ψύχα καρύδας ήταν το βασικό προϊόν εξαγωγής του Τοκελάου, αλλά λόγω της έλλειψης πλοίων, δεν μπορούσε να το αποστείλει για πολύ καιρό.
Οι εκπρόσωποι της Coxon, ο 66χρονος Τζορτζ Ουίλιαμς και ο 40χρονος Τζέιμς Ουόλουοργκ, μπήκαν στο πλήρωμα ως εκπρόσωποι του ιδιοκτήτη του φορτίου και πλήρωσαν για 60 βαρέλια με 200 λίτρα καυσίμου, με τα οποία γέμισε η δεξαμενή του πλοίου. Έτσι θα μπορούσε να κάνει και τα δύο προγραμματισμένα δρομολόγια προς το Τοκελάου και να επιστρέψει χωρίς ανεφοδιασμό, ενώ τα υπόλοιπα καύσιμα ήταν αρκετά για να φτάσει σε ένα από τα γύρω νησιά.
Τα κενά βαρέλια καυσίμου τα φόρτωσαν με φάρμακα, αλεύρι, ζάχαρη και ρύζι για τους κατοίκους του Τοκελάου. Εκτός από τα τρόφιμα, το «Joyita» μετέφερε κηροζίνη, ποντικοπαγίδες, λωρίδες αλουμινίου για την προστασία των δέντρων καρύδας από τρωκτικά, φύλλα στέγης για το νοσοκομείο και ξυλεία, που τοποθετήθηκαν στο κατάστρωμα.
Εν τω μεταξύ, ο Μίλερ συγκέντρωσε άνδρες για το πλήρωμα. Οι περισσότεροι ναυτικοί ήταν ιθαγενείς του Τοκελάου, τους οποίους τον βοήθησε να βρει ένας Κινέζος επιχειρηματίας που ζούσε στην Απία. Κάποιους άλλους ο Μίλερ τους γνώριζε από παλιά ταξίδια. Για παράδειγμα, ο ναύκληρος Τεκόκο και ο μηχανικός Τανίνι, γεννημένοι και οι δύο στο Κιριμπάτι, συμμετείχαν στο ταξίδι του τον Απρίλιο. Αυτή τη φορά, για κάποιο λόγο, το νέο δρομολόγιο δεν άρεσε στον Τανίνι και ο Μίλερ έπρεπε να τον πείσει.
Το ίδιο έγινε και με τον υποπλοίαρχο του Μίλερ, έναν Αμερικανό Ινδό, τον Τσακ Σίμπσον. Εκείνος ο 28χρονος γίγαντας ήταν πολύ γνωστός στα νησιά των Σαμόα. «Κάποτε έγινε ένας καυγάς με τρεις ναυτικούς από το νησί Τοφυά. Έτσι, ενώ ο ένας τον χτυπούσε, έβαλε κάτω τους άλλους δύο, στη συνέχεια κούνησε το κεφάλι του, σηκώθηκε αργά και αποτελείωσε τον πρώτο» έγραψε ο δημοσιογράφος Τζακ Θόρντον. Αυτό όμως ανήκε στο παρελθόν. Ο Σίμπσον βρήκε μια γυναίκα και μια σταθερή δουλειά στην ακτή. Συμφώνησε να βοηθήσει τον Μίλερ, αλλά τον προειδοποίησε ότι ήταν η τελευταία φορά.
Εκτός από τα 16 μέλη του πληρώματος, στο «Joyita» επιβιβάστηκαν και οκτώ επιβάτες, συμπεριλαμβανομένου του Πίρλες, ο οποίος είχε προγραμματίσει να συνοδεύσει τον Μίλερ και στα δύο δρομολόγια, και τον Ιρλανδό γιατρό, Άλφρεντ Πάρσονς, ο οποίος έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Νέα Ζηλανδία και έφτασε στην Απία σχετικά πρόσφατα για να κερδίσει χρήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Στο Τοκελάου έπρεπε να ακρωτηριάσει το χέρι ενός ντόπιου που υπέφερε από γάγγραινα.
Ο τελευταίος, 25ος επιβάτης, μπήκε την τελευταία στιγμή. Ο 22χρονος Τζόζεφ Περέιρα, ο οποίος πήγαινε στο Τοκελάου για επισκευή ραδιοεξοπλισμού, παραλίγο να χάσει την αναχώρηση.
Το «Joyita» ποτέ πριν δεν είχε μεταφέρει τόσο πολλούς επιβάτες. Για να το κάνει λίγο πιο άνετο, ο Μίλερ αποφάσισε να αφήσει τη μοναδική σωσίβια βάρκα στα νησιά των Σαμόα, αλλά ακόμη και έτσι, μόνο 10 άτομα χώρεσαν στις καμπίνες. Οι υπόλοιποι έπρεπε να μένουν στο κατάστρωμα και να περνάνε τις νύχτες κάτω από έναν μουσαμά. Μιας και δεν υπήρχε άλλη συγκοινωνία, οι άνδρες έπρεπε να το ανεχτούν.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1955 όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση. Τα μέλη του πληρώματος και οι επιβάτες έλαβαν τις θέσεις τους, και το «Joyita» ξεκίνησε. Σε λίγα λεπτά, μόλις έφυγε ο κόσμος από την προβλήτα, ο μοναδικός κινητήρας του πλοίου σταμάτησε βγάζοντας ένα σύννεφο καπνού. Οι ναυτικοί έπρεπε να επιστρέψουν κάνοντας κουπί. Το πλοίο έμεινε όλη τη νύχτα στο λιμάνι και ξαναβγήκε στη θάλασσα μόνο στις πέντε το πρωί. Αυτή τη φορά κανείς δεν είδε την αναχώρησή του.
Η μυστηριώδης εξαφάνιση του πλοίου
Με ταχύτητα 5,5 κόμβων, το «Joyita» μπορούσε να φτάσει στο Τοκελάου σε 47 ώρες. Όταν δεν εμφανίστηκε έγκαιρα, σήμανε συναγερμός και ζητήθηκε βοήθεια από την πολεμική αεροπορία για την αναζήτησή του. Το επόμενο πρωί, οι πιλότοι άρχισαν να ψάχνουν το πλοίο διά αέρος, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα: στη θάλασσα δεν υπήρχαν ούτε το «Joyita», ούτε κάποια σημάδια ναυαγίου, ούτε φουσκωτά σωσίβια ή σχεδία με το πλήρωμα και τους επιβάτες. Οι αναζητήσεις σταμάτησαν ύστερα από μια εβδομάδα, όταν δεν υπήρχε πια καμία ελπίδα.
Το πλοίο βρέθηκε πέντε εβδομάδες αργότερα. Στις 10 Νοεμβρίου του 1955 ο καπετάνιος του εμπορικού πλοίου «Tuvalu» παρατήρησε ένα πλοίο κοντά στα νησιά των Φίτζι. Για να φτάσει σε αυτό το σημείο, το «Joyita» έπρεπε να παρεκκλίνει από τη διαδρομή του για σχεδόν 1.000 χιλιόμετρα και να προχωρήσει όχι βόρεια, προς το Τοκελάου, αλλά νοτιοδυτικά προς τα Φίτζι.
Το πλοίο ήταν ήσυχο και σκοτεινό. Οι ναυτικοί πρόσεξαν τις κατεστραμμένες κατασκευές πάνω στο κατάστρωμα, ιδίως το σημείο πάνω από την τιμονιέρα. Ο καπετάνιος του πλοίου «Tuvalu» ενημέρωσε το πλησιέστερο λιμάνι για το εύρημα και παρέμεινε κοντά στο «Joyita» για περίπου 24 ώρες έως που να φτάσει ένα ρυμουλκό το οποίο μετέφερε το πλοίο στα Φίτζι.
Όταν το νερό αντλήθηκε από το «Joyita», αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι στο πλοίο, ούτε ζωντανοί ούτε νεκροί. Και τα 25 άτομα είχαν εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος. Ωστόσο έλειπαν σωσίβια και γιλέκα, όπως και ο εξοπλισμός πλοήγησης, συμπεριλαμβανομένου ενός χρονομέτρου και ενός εξάντα. Το ημερολόγιο και το πιστόλι του Μίλερ επίσης έλειπαν.
Δεν έλειπαν όμως μόνο τα μικρά πράγματα που θα μπορούσε κάποιος να πάρει μαζί του. Μετά την εξέταση του πλοίου, κατέστη σαφές ότι είχε εξαφανιστεί το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου: περίπου τέσσερις τόνοι κορμών δέντρων, κηροζίνη, τρόφιμα και άλλα προϊόντα.
«Το γεγονός ότι το “Joyita” βρέθηκε, όχι μόνο δεν αποσαφήνισε τη μοίρα του, αλλά αντίθετα δημιούργησε νέες, πιο περίπλοκες ερωτήσεις. Τέτοια μυστήρια είχαν να εμφανιστούν από την περίπτωση του “Mary Celeste”, του πλοίου “φαντάσματος” το οποίο βρέθηκε στον Ατλαντικό χωρίς καμία ψυχή το 1872» έγραψε η Λέσλι Χόμπς στο περιοδικό «Life» τον Δεκέμβριο του 1955.
Η ποσότητα καυσίμου στις δεξαμενές έδειξε ότι ο κινητήρας λειτουργούσε για περίπου 40,5 ώρες και σταμάτησε μόνο στις 21:30 στις 4 Οκτωβρίου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, το «Joyita» κάλυψε το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής προς το Τοκελάου και βρισκόταν σε απόσταση 50 χιλιόμετρων από τον προορισμό του. Το πλοίο κατάφερε να διανύσει 1.000 χιλιόμετρα προς τα νησιά των Φίτζι με έναν προβληματικό κινητήρα.
Κρίνοντας από τη θέση των διακοπτών, κάτι τραγικό συνέβη στο σκοτάδι. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι κάποιος κατάφερε να ενεργοποιήσει τον ασύρματο και να τον συντονίσει στη συχνότητα στην οποία γινόταν η εκπομπή του σήματος κινδύνου. Οι προσπάθειες δεν απέφεραν αποτελέσματα: λόγω βλάβης του εξοπλισμού, κανείς δεν άκουσε το μήνυμα.
Φαίνεται ότι οι άνθρωποι έφυγαν από το «Joyita» σχεδόν αμέσως. Αν είχαν μείνει ακόμη για λίγες ημέρες, θα χρειάζονταν φαγητό, αλλά το κρέας στο ψυγείο και το πόσιμο νερό παρέμειναν ανέπαφα. Επίσης δεν βρέθηκε κανένα σημείωμα στο πλοίο. Προφανώς, το πλήρωμα και οι επιβάτες του «Joyita» δεν είχαν χρόνο γι’ αυτό.
Γιατί όμως τέτοια βιασύνη; Το πλοίο ήταν αβύθιστο. Χάρη στον φελλό και τα άδεια βαρέλια, δεν θα έχει βυθιστεί ακόμη και αν γέμιζε με νερό. «Τι συνέβη όμως εκείνη τη μοιραία νύχτα;» αναρωτιόταν ο κόσμος.
Οι εξηγήσεις για το πλοίο «φάντασμα»
Την πρώτη εκδοχή της καταστροφής του «Joyita» την πρότειναν οι ναυτικοί από το «Tuvalu»: Θεώρησαν ότι είχε συγκρουστεί με άλλο πλοίο. Η εικασία απορρίφθηκε μετά την εξέταση του εξωτερικού περιβλήματος του πλοίου επειδή αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχαν σημάδια σύγκρουσης. Μόνο οι κατασκευές στο κατάστρωμα είχαν υποστεί ζημιές.
Εν τω μεταξύ, συζητήθηκαν οι λιγότερο αληθοφανείς εικασίες στα Φίτζι: Για παράδειγμα, ότι άνθρωποι από το «Joyita» θα μπορούσαν να είχαν απαχθεί από ένα σοβιετικό υποβρύχιο. Ωστόσο δεν ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο, παρά το απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Για ποιο λόγο και σε ποιον θα μπορούσαν να χρειαστούν οι κάτοικοι ενός ξεχασμένου νησιού και πώς εξηγούνταν η ζημιά;
Οι εικασίες για την εμπλοκή των πειρατών ήταν οι πιο δημοφιλείς. Ένα από τα πρώην μέλη του πληρώματος του Μίλερ θυμήθηκε ότι κατά τη διάρκεια των δρομολογίων τους στο νησί Τουτουίλα, το «Joyita» καταδιώχθηκε δύο φορές από ένα μυστηριώδες σκάφος χωρίς φώτα. Ο καπετάνιος φάνηκε να το γνωρίζει, δεν μιλούσε όμως, ενώ και τις δύο φορές κατάφερε και του ξέφυγε. Ίσως δεν ήταν τυχερός αυτή τη φορά.
Φυσικά, οι πειρατές δεν ήθελαν το αλεύρι και τις ποντικοπαγίδες. Αν όμως υπήρχε κάτι πιο πολύτιμο στο «Joyita»; Μια από τις βρετανικές εφημερίδες μίλησε για ναρκωτικά κρυμμένα στο αμπάρι. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το πλοίο θα μπορούσε να δεχτεί επίθεση για τις 1.000 λίρες που είχε ο Ουίλιαμς για την αγορά της ψύχας καρύδας. Το 1955 αυτό ήταν ένα αρκετά μεγάλο ποσό.
«Ο γραμματέας των Φίτζι, Στόνταρτ, έλαβε μια επιστολή από έναν άνδρα που ισχυριζόταν ότι το όνομά του ήταν Επίσκοπος Μπριντζ και αποκαλούσε τον εαυτό του “Δημιουργό και Σωτήρα”. Σύμφωνα με τον ίδιο, ζούσε στο Ουέστον στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας. Υπαινίχθηκε ότι αν ο Στόνταρτ έλεγχε τα Νησιά του Σολομώντα, θα έβρισκε εκεί όλους τους επιβάτες και τα μέλη του πληρώματος του “Joyita”, οι οποίοι “θεραπεύτηκαν με ασφάλεια από τον καρκίνο και τη φυματίωση”, κατά την ως εκ θαύματος μεταφορά τους από τον επίσκοπο» έγραψε ο Τζον Χάρις στο βιβλίο του «Χωρίς ίχνος: Έρευνα για την τύχη των οκτώ αγνοούμενων πλοίων».
Οι πιο επίμονες εκδοχές κατηγορούσαν τους Ιάπωνες ψαράδες γι’ αυτό που είχε συμβεί. Σύμφωνα με μια από αυτές, το ιαπωνικό σκάφος συγκρούστηκε με το «Joyita» και βυθίστηκε όταν το πλήρωμα και οι επιβάτες του ανέβηκαν σε αυτό. Τον Νοέμβριο του 1955, η εφημερίδα «Fiji Times and Herald» δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο ισχυριζόταν ότι οι Ιάπωνες σκότωσαν όλους τους επιβάτες του «Joyita» προκειμένου να απαλλαγούν από περιττούς μάρτυρες. Μια άλλη, ακόμη πιο αμφίβολη εκδοχή της ίδιας θεωρίας, απέδιδε τους φόνους στην παρουσία πρώην Ιαπώνων στρατιωτών μεταξύ των ψαράδων που εξακολουθούσαν να θεωρούν εχθρούς τους ξένους.
«Δεν υπάρχουν αποδείξεις για καμία από τις προτεινόμενες εκδοχές που αφορούν σύγκρουση, έκρηξη, επίθεση πειρατών ή εξέγερση στο σκάφος» παραδέχτηκε η εφημερίδα «New Zealand Herald» τον Δεκέμβριο του 1955. Παρέμειναν μόνο τα φυσικά φαινόμενα, όπως ένα τεράστιο κύμα που παρέσυρε όλο το πλήρωμα και το έριξε στη θάλασσα, ένας υδροστρόβιλος ή η έκρηξη ενός υποβρύχιου ηφαιστείου.
Το πόρισμα της επίσημης επιτροπής
Η επίσημη επιτροπή που ερευνούσε τις συνθήκες εξαφάνισης ανθρώπων από το «Joyita» προτίμησε μια πιο ρεαλιστική εξήγηση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία της καταστροφής ήταν ένας σπασμένος σωλήνας ψύξης, μέσω του οποίου το θαλασσινό νερό μπήκε στο κύτος. Οι προσπάθειες σφράγισης της διαρροής απέτυχαν και δεν υπήρχε τίποτα για την άντληση του νερού επειδή οι αντλίες ήταν άχρηστες.
Αν και χάρη στον φελλό το πλοίο εξακολουθούσε να επιπλέει, οι άνθρωποι επέλεξαν να φύγουν με τη βοήθεια των σχεδίων και πιθανώς πέθαναν. Και για όλα αυτά έφταιγε ο καπετάνιος Μίλερ. Ήξερε ότι λειτουργούσε μόνο ένας κινητήρας, ήξερε ότι ο ασύρματος ήταν χαλασμένος, ήξερε ότι η σωσίβια βάρκα παρέμενε στα νησιά των Σαμόα, αλλά ξεκίνησε το ταξίδι.
Η επίσημη εκδοχή δεν εξηγεί γιατί οι άνδρες επέλεξαν να εγκαταλείψουν το αβύθιστο πλοίο. Μεταξύ των αγνοουμένων ήταν και ο Μίλερ, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά για τον φελλό και δεν γινόταν να μη γνωρίζει ότι στη σχεδία είχε λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης. Ο αξιωματούχος από τα Σαμόα, Πίτερ Πλόουμαν, ο οποίος επιθεώρησε το «Joyita» τον Αύγουστο του 1955, ισχυρίστηκε ότι ο καπετάνιος του έλεγε επανειλημμένα ότι το πλοίο του δεν θα βυθιζόταν ποτέ και ορκίστηκε ότι δεν θα το άφηνε σε καμία περίπτωση.
Ο επικεφαλής της επιτροπής Τσαρλς Μάρσακ είχε την ίδια απορία: «Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα μπορούσε να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει το πλοίο. Και δεν πιστεύω ότι το πράγματι το εγκατέλειψε».
«Μπορεί να φανταστεί κανείς τι σκεφτόταν ο καπετάνιος Ντάστι Μίλερ καθώς παρακολουθούσε το πλοίο του να παλεύει με τα κύματα, σχεδόν βυθισμένο, με πολλά χρέη, φθαρμένους κινητήρες, νερό στο κύτος, χαλασμένο φορτίο και με 24 ψυχές παγιδευμένες εξαιτίας του. Μια σωσίβια βάρκα ή ένας λειτουργικός ασύρματος, ίσως, θα ήταν αρκετά για να τους σώσει όλους. Ήταν ο μόνος πραγματικά έμπειρος ναυτικός στο πλοίο» έγραψε το μέλος της επιτροπής, Σίριλ Μακέι.
Οι εκδοχές που δόθηκαν από βιβλία
Ο ανιψιός του Σόμερσετ Μομ, Άγγλος συγγραφέας, Ρόμπιν Μομ, προσπαθούσε για πολλά χρόνια να βρει την απάντηση. Επισκέφθηκε τα Σαμόα και τα Φίτζι, μίλησε με ανθρώπους που γνώριζαν τον Μίλερ και άλλους επιβάτες και αγόρασε το πλοίο. Το 1962 δημοσίευσε το βιβλίο «Το μυστήριο του Joyita», στο οποίο περιέγραψε τις εκδοχές του.
Ο Μομ είκασε ότι κατά τη διάρκεια της καταστροφής, ο Μίλερ τραυματίστηκε σοβαρά και ήταν αναίσθητος ή πέθανε. Ο λόγος θα μπορούσε να είναι μια σύγκρουση με τον γιατρό Πάρσονς, ο οποίος ήθελε να φύγει από το πλοίο, ή με τον υποπλοίαρχο Τσακ Σίμπσον, ο οποίος μάλλον ζητούσε να επιστρέψει το πλοίο στο λιμάνι. Σύμφωνα με τον Μομ, ματωμένοι επίδεσμοι και ιατρικά εργαλεία που φέρονται να βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου, θα μπορούσαν να υποδηλώνουν τον τραυματισμό του Μίλερ και την εμπλοκή του Πάρσονς (άλλες πηγές δεν το επιβεβαιώνουν).
Αργότερα, οι συνεντευξιαζόμενοι του Μομ παραπονέθηκαν ότι ο συγγραφέας ωραιοποίησε τα λόγια τους και πως έβγαλε κάποια πράγματα από το μυαλό του. Στις εκδοχές του, ένωσε όλες τις φανταστικές εικασίες σχετικά με τα γεγονότα. Αρχικά, το πλοίο συνάντησε ένα τεράστιο κύμα, στη συνέχεια το πλήρωμα πραγματοποίησε την εξέγερση στο σκάφος και ο γιατρός οργάνωσε την εκκένωση των επιβατών στις σχεδίες. Μόνο ο τραυματισμένος Μίλερ και ο πιστός του μηχανικός Τανίνι από το Κιριμπάτι έμειναν στο πλοίο, οι οποίοι σύντομα βρήκαν τον θάνατο από τα χέρια ύπουλων Ιαπώνων ψαράδων.
Ένας άλλος ερευνητής, ο ξάδελφος του Ρότζερ Πίρλες, Ντέιβιντ Ράιτ, περιέγραψε τα συμπεράσματά του στο βιβλίο «Επίλυση του μυστηρίου Joyita», το οποίο δημοσιεύθηκε το 2002. Σε αντίθεση με τον Μομ, ο στόχος του δεν ήταν μια συναρπαστική ιστορία, αλλά η ακρίβεια. Το αποτέλεσμα βγήκε πολύ πιο βαρετό και επομένως επαρκώς πειστικό.
Η εκδοχή του Ράιτ συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την άποψη της επίσημης επιτροπής. Θεωρεί ότι η καταστροφή συνέβη τη δεύτερη ημέρα του ταξιδιού, το απόγευμα της 4ης Οκτωβρίου του 1955. Δεν είχε προσέξει κάνεις το νερό που έμπαινε στο κύτος μέσω του σκουριασμένου σωλήνα ψύξης για κάποιο χρονικό διάστημα. Όταν ανακαλύφθηκε η διαρροή, το πλήρωμα προσπάθησε να τη σφραγίσει με στρώματα. Για να ελαφρύνει το πλοίο, οι ναυτικοί έριξαν το φορτίο στη θάλασσα. Δεν πέτυχαν όμως τίποτα. Ο κινητήρας σταμάτησε να λειτουργεί επειδή ήταν μέσα στο νερό και το πλοίο παρέμεινε χωρίς ενέργεια.
Το πλήρωμα και οι επιβάτες του «Joyita» πανικοβλήθηκαν. Οι άνθρωποι φοβήθηκαν ότι το πλοίο θα ανατρεπόταν και όλοι θα πνίγονταν. Πώς θα μπορούσε να αντιδράσει ο Μίλερ σε μια τέτοια κατάσταση; Ο Ράιτ αναφέρει τον Ντάγκλας Μακένζι, ο οποίος γνώριζε καλά τον καπετάνιο του «Joyita» και θεωρούσε ότι θα προσπαθούσε να διεκδικήσει την εξουσία του με τη βοήθεια ενός πιστολιού. Ένας άλλος φίλος του Μίλερ, ο καπετάνιος Μπράουν, δεν απέκλεισε την πιθανότητα της σύγκρουσης μεταξύ του καπετάνιου και του υποπλοιάρχου. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, μόνο το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Παρά τις πιθανές αντιρρήσεις του Μίλερ, οι σχεδίες ρίχτηκαν στη θάλασσα.
Στις σχεδίες του «Joyita» μπορούσαν να χωρέσουν μόνο 10 άτομα, στην καλύτερη περίπτωση. Οι υπόλοιποι έπρεπε πιθανώς να πηδήξουν στο νερό και να πιάσουν τα σχοινιά που ήταν δεμένα στις σχεδίες. Το ρεύμα τους μετέφερε όλο και πιο μακριά από το πλοίο, έμειναν μόνοι στον ωκεανό – χωρίς φαΐ, χωρίς πόσιμο νερό και χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο. «Υπήρχε αρκετός χρόνος για τη θλιβερή συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ τη μοίρα τους» γράφει ο Ράιτ.
Κανένας δεν κατάφερε να αντέξει πάνω από μερικές ημέρες. Κάποιοι πέθαναν από δίψα και εξάντληση, κάποιοι άλλοι αποτέλεσαν τροφή για τους καρχαρίες. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης αναζήτησης, τις πρώτες ημέρες μετά την εξαφάνιση του πλοίου, βρέθηκαν στην ακτή κομμάτια σωσίβιων γιλέκων με σημάδια από δόντια καρχαριών. Τότε κανείς δεν τους έδωσε σημασία. Μήπως ήταν λάθος και ήταν μια πιθανή λύση του μυστηρίου του «Joyita»;