Στις 29 Ιουνίου του 1941 το φορτηγό πλοίο «Σταμάτιος Γ. Εμπειρίκος», φεύγει απ’ τη Νέα Υόρκη φορτωμένο αυτοκίνητα, με προορισμό τη Μομπάσα. Γνωρίζοντας ο Καπετάνιος του «Σταμάτιος», Μιχάλης Παλαιοκρασσάς, ότι πλέον μπαίνει σ’εμπόλεμη ζώνη, ανακοινώνει στο πλήρωμα, ότι μπορεί να παραμείνει για το ταξίδι αυτό, μόνο όποιος το θελήσει. Ο ίδιος έχει επιλέξει να μείνει μέσα, όχι όμως και οι περισσότεροι του πληρώματος του, οι οποίοι φεύγουν στη Νέα Υόρκη. Με αλλαγμένο σχεδόν όλο του το πλήρωμα,το βαπόρι ξεκινά για τη Μομπάσα, όπου και φτάνει στις 26 Αυγούστου, για να ξεφορτώσει.
Περιμένοντας για καινούργιο φορτίο, το«Σταμάτιος» παίρνει διαταγή και φεύγει στις 16 Σεπτεμβρίου από τη Μομπάσα,άδειο, με προορισμό το Κολόμπο όπου εκεί θα λάβει νέες οδηγίες. Η ημερομηνία άφιξης που έχει δώσει στο σταθμό του Κολόμπο, είναι 29/09.
Στις 23/09 στις 22:28 εντοπίζεται από το γερμανικό «πειρατικό» πλοίο «Κόρμοραν», να πλέει με τα φώτα αναμμένα. Ο γερμανός καπετάνιος θεωρεί ότι ίσως είναι κάποιο «ουδέτερο» πλοίο, αποφασίζει όμως να το ερευνήσει, έτσι κι αλλιώς από κοντά.
Το «Κόρμοραν», έχει πάγια τακτική, να μεταμφιέζεται σε συμμαχικό πλοίο, με αποτέλεσμα τα εμπορικά πλοία να του επιτρέπουν να τα προσεγγίζει ανενόχλητα, χωρίς αντίσταση.
Στις 23:07 και αφού το «Σταμάτιος» έχει πλησιάσει αρκετά, το «Κόρμοραν» ξεκαμουφλάρεται και κάνει σινιάλο με λάμπα«Ποιό πλοίο;» – Του απαντά «Το ελληνικό, φορτηγό πλοίο, «Σταμάτιος Γ.Εμπειρίκος». Ξανακάνει ο γερμανός σινιάλο με τη λάμπα, με εντολή «STOP». Το πλοίο όμως σταματάει μόνο με την τρίτη εντολή «STOP OR FIRE», και με άλλο σινιάλο που ακολουθείτο ενημερώνει ότι στέλνει βάρκα προς αυτό. Στη βάρκα εκτός από τους γερμανούς στρατιώτες, βρίσκεται και ο γερμανός καπετάνιος του Θίοντορ Ντέτμερ.
Ο πλοίαρχος του φορτηγού, καπτ-Μιχάλης,πιστεύει, ότι προφανώς πρόκειται για κάποιο συμμαχικό βαπόρι,πιθανόν, Βρετανικό και δέχεται το πλήρωμα από τη βάρκα χωρίς ιδιαίτερο φόβο.
Στη θέα όμως του γερμανού αξιωματικού, μένει εμβρόντητος. Το βαπόρι, έχει πέσει στα χέρια των εχθρών, χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός.
Ο γερμανός καπετάνιος, μένει έκπληκτος από την άριστη κατάσταση που βρίσκεται το βαπόρι ,είναι μόλις 4 χρονών, χτισμένο το 1936, και αποφασίζει να το πάρει σαν τρόπαιο στην Ευρώπη για να μεταφέρει νάρκες και αιχμαλώτους.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Το «Σταμάτιος»λόγω της κρίσης του πολέμου και της έλλειψης πετρελαίου, έχει υποστεί μετατροπή και καίει γαιάνθρακα. Με πολύ χαμηλές τις αποθήκες καυσίμου του, (500 τόννους), μπορεί να φτάσει μόνο μέχρι το Κολόμπο. Ο Ντέτμερ απογοητεύεται. Το βαπόρι του είναι άχρηστο και έτσι απλά αποφασίζει να το βουλιάξει.
Διατάζει το πλήρωμα να κατέβει στις βάρκες, φανερώνοντάς τους το σκοπό του. Δύο βάρκες πέφτουν στη θάλασσα. Η μία έχει τον καπετάνιο μαζί με άλλους πέντε, και η δεύτερη έχει τον γραμματικό με άλλους 24 από το υπόλοιπο πλήρωμα.
Στις 24/09 στις 00.53 τέσσερις συνεχόμενες εκρήξεις κάνουν το «Σταμάτιος Γ.Εμπειρίκος» να χαθεί μέσα στα σκοτεινά νερά του Ινδικού, στο στίγμα 0*01΄S ; 64*30΄E στις 01.10 ακριβώς.
Το «Κόρμοραν» ανεβάζει πάνω τη μία βάρκα που έχει τον Καπετάνιο και πέντε μέλη του πληρώματος, η δεύτερη όμως χάνεται στο σκοτάδι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια του Γραμματικού, να ξεφύγουν «από τα νύχια του αρπακτικού».
Ο Ντέτμερ όμως δεν έχει μάθει να χάνει και πιστεύοντας πως οι αξιωματικοί (γραμματικός, ασυρματιστής και μηχανικός) μπορεί να του φανούν χρήσιμοι, αποφασίζει να βρει και την δεύτερη βάρκα με κάθε τίμημα.
Καθώς το φορτηγό, δεν έδωσε σήμα με τον ασύρματό του, άθελά του, έδωσε το πλεονέκτημα στο γερμανό, να παραμείνει στην περιοχή του ναυαγίου και να κάνει την αναζήτησή του ανενόχλητος.
Απογειώνει το αεροσκάφος που φέρει το«Κόρμοραν», (φέρει 2 Άραντο), με εντολή μόλις βρει τη βάρκα να κάνει σινιάλο για να γίνει η περισυλλογή των αιχμαλώτων.
Στις 12:52 το μεσημέρι, το αεροσκάφος εντοπίζει τη δεύτερη βάρκα και στέλνει σήμα στο Κορμοραν για την περισυλλογή.
Στις 14:08 το πλήρωμα της βάρκας βρίσκεται πάνω στο πειρατικό. Συνολικά 30 άντρες. 16 Έλληνες, 3 Αιγύπτιοι, 2 Νορβηγοί, 2 Σουηδοί, 1 Λιθουανός, 1 Γιουγκοσλάβος, 2 Φιλιππινέζοι, 1 Πορτογάλλος, 1 Βραζιλιάνος και 1 από Μαδαγασκάρη, βρίσκονται τώρα αιχμάλωτοι πάνω στο «Κόρμοραν» γνωρίζοντας, σίγουρα, ότι είναι χαμένοι.
Από την ανάκριση που γίνεται στον Καπτα-Μιχάλη και τους υπόλοιπους του πληρώματος, (κάποιοι απ’αυτούς μιλούν πολύ καλά γερμανικά), ο Ντέτμερ μαθαίνει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του βαποριού,τον προορισμό, αλλά και στοιχεία που έδινε το βρετανικό πολεμικό ναυτικό στα φορτηγά, για τις διαδικασίες πλεύσεις, προκειμένου να αποφύγουν εχθρικές επιδρομές. Ο έλληνας καπετάνιος, όταν εξέπλευσε από Μομπάσα, ρώτησε αν στην περιοχή υπάρχουν γερμανικά πειρατικά. Η απάντηση που πήρε ήταν πως δεν υπάρχει κανένα. ΄Ετσι ακολουθώντας τις οδηγίες,ταξίδευε βράδυ με τα φώτα αναμμένα, ώστε να μην αποτελέσει στόχο για ξαφνικά πυρά, αλλά και να δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για πλοίο ουδέτερης ζώνης.
Κάποιες φορές τον είχαν σταματήσει βρετανικά πολεμικά, ζητώντας του να δώσει αναφορά και προφανώς το ίδιο πίστευε ότι συνέβαινε και τώρα. Μόνο που ο Ντέτμερ και το Κόρμοραν αποτελούσαν την εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
Με τα πληρώματα των πλοίων που είχε βυθίσει στριμωγμένα, περίπου 86 ψυχές, το Κόρμοραν προχωρεί για ανεφοδιασμό, από το εφοδιαστικό πλοίο «Κέλμερλαντ» στο οποίο έχει σκοπό να παραδώσει τους αιχμαλώτους και να τους οδηγήσει στην Ευρώπη, στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο γερμανός πλοίαρχος, δεν ήθελε να αφήσει σε κανέναν από τους ναυαγούς την πιθανότητα να ξεφύγει, φοβούμενος, πως θα αποκάλυπταν τον τρόπο που σχεδίαζε τις επιδρομές του στα διερχόμενα πλοία.
Σημείο συνάντησης με το «Κέλμερλαντ» επιλέγεται το «Πόιντ Μάριους», έξω από το CapeLeeuwin ,πίσω από το Πέρθ, στο βορειοδυτικό άκρο της Αυστραλίας. Πρέπει να πλεύσει Νοτιο-δυτικά και να διασχίσει ολόκληρο τον Ινδικό ωκεανό, για να φτάσει εκεί. Ενημερώνει σαν ημερομηνία άφιξης το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1941.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο καταδρομικό, δεν είναι ιδιαίτερα άσχημες. Τους παρέχεται ιατρική φροντίδα, τους επιτρέπεται να βγαίνουν καθημερινά στο κατάστρωμα, και να κοιμούνται στις καμπίνες κάτω από την κουβέρτα, σε κουκέτες . (Τις μαρτυρίες αυτές τις έχουμε από Αυστραλιανά αρχεία, καθώς μέσα στο Κόρμοραν υπήρχαν και αυστραλοί ναυτικοί πλήρωμα του φορτηγού «Μαρίμπα», το οποίο είχε βυθιστεί απ’αυτό τον Ιούνιο του 1941).
Στις 9/10 και ξέροντας ότι το Κέμερλαντ φτάνει στις 12/10, κατευθύνεται χωρίς περισπασμό στο καθιερωμένο ραντεβού ανεφοδιασμού του, και για πρώτη φορά μετά από 10 ολόκληρες ημέρες καθυστέρησης,στις 12:00, ακούει στον ασύρματο το Κολόμπο να καλεί το Σταμάτιος Γ.Εμπειρίκος,προκειμένου να του δώσει το στίγμα του. Το βαπόρι είναι βέβαια πια χαμένο, κι έτσι δεν δίνεται καμμία απάντηση στις κλίσεις του σταθμού για αναφορά στίγματος. Μετά από έξι ώρες, στις 18:00, ο σταθμός ξανακάνει κλήση για στίγμα του «Σταμάτιος»,όμως αυτό έχει σιωπήσει για πάντα.
Στις 16/10 το Κόρμοραν έχει φτάσει στον προορισμό του και έχει ήδη δει το Κέλμερλαντ στο σημείο συνάντησης. Μετά από κάποιες προσπάθειες αναγνώρισης, μια και τα δύο φέραν διαφορετικά ονόματα και σημαίες από τα πραγματικά τους, τελικά αναγνωρίζονται και ξεκινά η διαδικασία ανεφοδιασμού. Το Κόρμοραν παραδίδει στο Κέλμερλαντ 86 συνολικά αιχμαλώτους, με σκοπό να τους παραδώσει με τη σειρά του στο γερμανικό blockade-runner, «Spreewald», με τελικό προορισμό το Μπορντό της Γαλλίας.
Έτσι το πλήρωμα του «Σταμάτιος», μαζί με τον Καπτα-Μιχάλη, έπειτα από 25 περίπου ημέρες παραμονής στο «Κόρμοραν» επιβιβάζονται στο γερμανικό εφοδιαστικό «Κέλμερλαντ» που φέρει την ονομασία «Τόκυο Μαρού»καθώς και την Ιαπωνική σημαία. Στις 24/10 περίπου, ξεκινά το δεύτερο βασανιστικό ταξίδι τους με προορισμό ένα σημείο συνάντησης, στη θάλασσα με το κωδικό όνομα «Μπάλμπο» , όπου εκεί θα συναντηθούν με το Σπριβαλντ, γύρω στις 17/11 προκειμένου να παραδοθούν στα γερμανικά στρατόπεδα της Ευρώπης.
Για την παραμονή του πληρώματος στο εφοδιαστικό, δεν υπάρχουν στοιχεία. Κανείς δεν ξέρει πραγματικά πόσους αιχμαλώτους είχε και ποιες ήταν οι συνθήκες κράτησής τους. Σίγουρα όμως η αγωνία των ανθρώπων αυτών για το ποια ήταν η μοίρα τους, θα ήταν αρκετή για να κάνει το ταξίδι τους βασανιστικό, ακόμα και αν τα δεδομένα κράτησης τους δεν ήταν και τόσο άσχημα.
Στις 18/11 το Κέλμερλαντ φτάνει στο σημείο συνάντησης Μπάλμπο όπου εκεί το περιμένει το Σπρίβαλντ, με κωδικό όνομα, πρώτα«Τένγκεν Μαρού» το οποίο έξω από το Ρίο το αλλάζει σε Νορβίτζιαν «Ελγκ». Το Σπρίβαλντ είχε αποπλεύσει από το Ντάριεν της Μαντζουρίας στις 21/10, έπειτα από οδηγίες που του δόθηκαν, προκειμένου να μεταφέρει στη Γαλλία τους αιχμάλωτους του Κόρμοραν. Η συνάντηση στέφεται με επιτυχία, και το blockade runner ξεκινάει το μακρύ ταξίδι του γυρισμού στην Ευρώπη.
Μετά από 68 ημέρες ταξιδιού, στις 31 Ιανουαρίου του 1942, έξω από τις Αζόρες, το υποβρύχιο U-575 περιμένει το Σπρίβαλντ να συναντηθούν, σε σημείο με συγκεκριμένες συντεταγμένες,προκειμένου να το συνοδεύσει με ασφάλεια μέχρι το Βισκαϊκό κόλπο. Για κάποιο λόγο, που κανείς μέχρι τώρα δεν ξέρει, το μεταγωγικό βρίσκεται εν αγνοία του,εκτός πορείας. Στις 16:50 το υποβρύχιο U-333 με διοικητή τον γερμανό Cremer, εντοπίζει το Σπρίβαλντ και το χτυπά με μία τορπίλη. Αυτό που παρατηρεί ο Καπετάνιος του υποβρυχίου είναι ότι έχει μπροστά του ένα ασυνόδευτο πλοίο, που πραγματοποιεί ελιγμούς και φτάνοντάς το στα 400 μέτρα το σημαδεύει και με μία δεύτερη τορπίλη 18:30, το βουλιάζει. Δεν καταλαβαίνει ότι είναι το γερμανικό Σπρίβαλντ, καθώς είναι καμουφλαρισμένο σαν Νορβηγικό «Ελγκ», και μετά το πρώτο χτύπημα στέλνει ένα ανοιχτό σήμα κινδύνου με το κωδικό όνομα «Μπρίτανυ». Το βαπόρι βυθίζεται στο στίγμα 45*12’0”N;24*50’0”W.
Mε πολύ άσχημο καιρό, στην καρδιά του χειμώνα, στον Ατλαντικό, αιχμάλωτοι και πλήρωμα, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το βαπόρι. Ρίχνουν τέσσερις σωστικές βάρκες και κάποιες σχεδίες και επιβιβάζονται σ’αυτές. Όταν αργότερα ο Cremer,αντιλαμβάνεται ότι έχει χτυπήσει γερμανικό πλοίο, ξεκινά μαζί με άλλα δύο παρευρισκόμενα στην περιοχή υποβρύχια μία οργανωμένη επιχείριση διάσωσης των ναυαγών. Καθώς έχει ειδοποιηθεί και το γερμανικό κέντρο επιχειρήσεων,διατάζεται αμέσως η συνδρομή από αέρος, προκειμένου να περισυλλεγούν όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους ναυαγούς.
Στις 2/2 εντοπίζονται τρεις βάρκες και τρεις σχεδίες, με 25 μέλη του πληρώματος και 55 αιχμαλώτους, οι οποίοι και διασώζονται τελικά. Από τους 152 επιβαίνοντες χάθηκαν οι 72 . Η τέταρτη βάρκα δεν εντοπίζεται και οι επιζήσαντες τους λένε ότι ήταν μαζί τους μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου, όπου και χάθηκε.
Από το «Σταμάτιος Γ.Εμπειρίκος», χάθηκαν 5 ψυχές, μεταξύ αυτών και ο πλοίαρχος Μιχάλης Ν. Παλαιοκρασσάς. Μαρτυρίες, όχι όμως γραπτές, τον τοποθετούν στην τέταρτη βάρκα που δεν βρέθηκε ποτέ, μαζί με τον Αυστραλό καπετάνιο του φορτηγού «Μαρίμπα», Σκίνερ, καθώς και τον Γερμανό πλοίαρχο του «Σπρίβαλντ».
Οι έρευνες για επιζώντες συνεχίστηκαν και τις επόμενες δύο ημέρες, χωρίς όμως αποτέλεσμα και έτσι στις 4 Φεβρουαρίου σταμάτησαν.
Οι επιζήσαντες επιβιβάστηκαν στο U-333 και στις 8 Φεβρουαρίου του 1942 τους άφησε στο Λόριεν. Από΄κει οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας όπου και παρέμειναν μέχρι το πέρας του Β΄παγκοσμίου πολέμου. Το 1945, όσοι απ’αυτούς επέζησαν, επέστρεψαν στα σπίτια τους, κάνοντας γνωστή της ιστορία τους.
Οι οικογένειες των απολεσθέντων ελλήνων ναυτικών, ειδοποιήθηκαν για το συμβάν το 1945, όπου μέχρι τότε περίμεναν τους δικούς τους ανθρώπους να επιστρέψουν,θεωρώντας, όπως έλεγαν, ότι «τους είχε κλείσει ο πόλεμος».
Στην οικογένεια του παππού μου, Μιχάλη Ν. Παλαιοκρασσά, δόθηκε «ο χάλκινος σταυρός, ναυτικού αγώνα» που του απονεμήθηκε,σαν μόνη ανάμνηση, από την προσφορά του στο Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό και την πατρίδα.
΄Εκτοτε, καμία ιστορία και καμία μνεία δεν έγινε για το μαρτυρικό πλήρωμα του «Σταμάτιος Γ. Εμπειρίκος»,που για τέσσερις μήνες ήταν αιχμάλωτο στα αμπάρια των γερμανικών αρπακτικών πλοίων, και τα ονόματά τους ξεχάστηκαν μαζί με την ιστορία τους.
Σαν φόρο τιμής στη μνήμη του παππού μου,αναφέρω την ιστορία του, μέ όσα στοιχεία μπόρεσα να βρω, σαν μικρή προσφορά στα όσα μας άφησε σαν κληρονομιά, και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να προχωρήσουμε όλοι μας, σαν γνήσιοι συνεχιστές της ακεραιότητας και της λεβεντιάς του.
Αθηνά Α. Παλαιοκρασσά.
Υ.Γ. Αυτό το κείμενο, είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους που ποτέ δεν έκαναν το ταξίδι του γυρισμού, σ’αυτούς που με τη ζωή τους τίμησαν το επάγγελμα του ναυτικού και σ’αυτούς που μείναν πίσω και δακρύζουν κάθε φορά που κοιτούν το βαθύ γαλάζιο.