Το πρώτο του ταξίδι ως ναυτικός, ο Ηλίας Κουκουνάκης το έκανε το 1963 σε ηλικία 16 χρονών. Ο νεαρός τότε κρητικός, είχε αποφασίσει να δουλέψει στα καράβια αλλά δεν μπορούσε ακόμη να κάνει ταξίδι στο εξωτερικό γιατί δεν είχε εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Το 1966, στα 19 του χρόνια, ήταν θαλαμηπόλος στο πλοίο “Ηράκλειον”, το οποίο μετά από 15 χρόνια που ταξίδευε ως δεξαμενόπλοιο για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας, είχε μετατραπεί σε επιβατηγό-οχηματαγωγό και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία των αδελφών Τυπάλδου.
«Το πλοίο έκανε δρομολόγια από τον Πειραιά στην Κρήτη. Τη μια μέρα πηγαίναμε Χανιά, την άλλη πηγαίναμε στο Ηράκλειο. Η κατάστασή του ήταν άθλια. Θυμάμαι πως λίγο καιρό πριν το ναυάγιο, είχε πάλι πρόβλημα στην μπουκαπόρτα» λέει ο 73χρονος σήμερα Ηλίας Κουκουνάκης.
Την 7η Δεκεμβρίου του 1966, το “Ηράκλειον” έφτασε στο λιμάνι της Σούδας. Ο Κουκουνάκης είχε κατέβει στην πόλη των Χανίων για να δει τις αδερφές του που ζούσαν εκεί. “Έφυγα από το σπίτι τους το απόγευμα και πήγα στο πλοίο για να φύγουμε για Πειραιά. Είχε θάλασσα. Αργήσαμε να φύγουμε περίπου 20 λεπτά γιατί περιμέναμε να φτάσει ένα φορτηγό που μετέφερε πορτοκάλια”. Στο λιμάνι υπήρξε διαφωνία για το αν το φορτηγό έπρεπε να φορτωθεί στο πλοίο. Ο λιμενάρχης Χανίων εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις καθώς το βάρος του ήταν 25 τόνοι, η απόφαση όμως τελικά ήταν να ταξιδέψει κανονικά για τον Πειραιά. Έτσι το φορτηγό με τα εσπεριδοειδή, μπήκε στο γκαράζ του “Ηράκλειον”.
Ήταν πλέον 19:20 όταν το πλοίο άφηνε πίσω του το λιμάνι της Σούδας, με περίπου 200 επισήμως δηλωμένους επιβάτες και 70 μέλη του πληρώματος. Μπροστά του, βρισκόταν η θάλασσα μέχρι το λιμάνι του Πειραιά, με τον καιρό να είναι βροχερός και τους ανέμους στα 8 με 9 μποφόρ.
“Εκτός από θαλαμηπόλος δούλευα και στο μπαρ του πλοίου. Ο καιρός ήταν κακός, είχε πολλή θάλασσα. Θυμάμαι απέναντι από το μπαρ να βλέπω κάποιους φυλακισμένους, που τότε ταξίδευαν ακόμη δεμένοι με χειροπέδες σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Λίγο πριν τελειώσει η βάρδια μου, είχε έρθει ένας καπετάνιος, που είχε πια βγει στη σύνταξη και ταξίδευε για Πειραιά. Μας έδωσε μάλιστα και κάποια πακέτα τσιγάρα σε όσους δουλεύαμε εκεί.”
Ο Ηλίας Κουκουνάκης πήγε μετά τη 01:00 στην καμπίνα του για να κοιμηθεί, όπου βρίσκονταν δύο ακόμη συνάδελφοί του. Στις 02:00 τη νύχτα, ενώ το πλοίο περνούσε από την βραχονησίδα Φαλκονέρα, ο θαλαμηπόλος ξύπνησε απότομα: “Την ώρα που κοιμήθηκα έγιναν όλα. Ευτυχώς με ξύπνησαν οι συνάδελφοι που ήταν στην καμπίνα. Σηκώθηκα και αρχίσαμε να τρέχουμε. Μόλις βγήκα στον διάδρομο είδα πως επικρατούσε πανικός. Γυναίκες έτρεχαν με παιδιά στην αγκαλιά, φώναζαν όλοι, οι σειρήνες δεν λειτουργούσαν. Το απόλυτο χάος».
Από τον έντονο κλυδωνισμό του πλοίου λόγω της κακοκαιρίας, το φορτηγό με τα πορτοκάλια που είχε τοποθετηθεί πλημμελώς στο γκαράζ, μετακινήθηκε και χτύπησε με δύναμη τα τοιχώματα, με αποτέλεσμα η δεξιά μπουκαπόρτα να ανοίξει. Άρχισαν να μπαίνουν νερά. Το σήμα που εκπέμπεται στις 02:06 αναφέρει: “SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52′ B., 24° 08 A. Βυθιζόμαστε”.
Το πλοίο είχε πάρει ήδη μεγάλη κλίση προς τα δεξιά. Ο Κουκουνάκης, μαζί με έναν μάγειρα έτρεχαν προς την αριστερή πλευρά. “Βγαίνουμε στο κατάστρωμα και εκεί βλέπω έναν συγγενή μου που μου λέει να πάμε προς την πλώρη. Πιο δίπλα βλέπω τον συναταξιούχο καπετάνιο που είχα γνωρίσει νωρίτερα στο μπαρ να φωνάζει ‘Πέστε όλοι στη θάλασσα, το καράβι θα βουλιάξει, είμαι καπετάνιος και ξέρω’. Εγώ κοιτάζω αριστερά και σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερο να πάω στην πρύμνη γιατί εκεί ήταν οι καμπίνες των λοστρόμων και των ναυτών και από πάνω βρισκόταν μια τέντα με σίδερα όπου καθόντουσαν και κάπνιζαν το καλοκαίρι. Σκέφτηκα πως αν ανέβω εκεί και δεν βουλιάξει το καράβι θα ερχόταν κάποιος να μας σώσει. Κρατώντας την κουπαστή κινούμαι προς την πρύμνη και βλέπω χειρολαβές στις τέντες. Τις πιάνω και ανεβαίνω. Βρίσκονταν εκεί δύο άτομα. Λίγα λεπτά μετά, ήρθε ένα κύμα και μας πήρε και τους τρεις πολύ μακριά, πετώντας μας στη θάλασσα” θυμάται.
Ο νεαρός θαλαμηπόλος, παρά την νησιώτικη καταγωγή του, δεν ήξερε να κολυμπάει. Πλέον, βρισκόταν μέσα στη θαλασσοταραχή προσπαθώντας απελπισμένα να βρει κάπου να πιαστεί. “Ένιωθα να με πνίγουν τα νερά. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια γυναίκα. Την αρπάζω από τα ρούχα και την ακούω να μου λέει ‘μη φοβάσαι, κράτα με, είμαστε κι άλλοι’. Μαζί της, ήταν περίπου 20 άτομα που κρατιόντουσαν από το ξύλο ενός μπαούλου με σωσίβια, το οποίο γύρω του είχε μικρά σκοινάκια. Επειδή όλες αυτές οι χειρολαβές ήταν πιασμένες και δεν ήξερα να κολυμπάω, εμένα με ανέβασαν πάνω στο ξύλο”.
Στις ώρες που ακολούθησαν, οι ναυαγοί περίμεναν να καταφθάσει βοήθεια αλλά μάταια. Μέχρι να ξημερώσει, προσπαθούσαν να κρατηθούν από το ξύλο που είχαν βρει αλλά τα παγωμένα νερά και η κακοκαιρία δεν ήταν σύμμαχός τους. “Όσο περνούσαν οι ώρες, βλέπαμε έναν-έναν αυτούς που κρατιόντουσαν να μην αντέχουν και να φεύγουν προς τον βυθό. Τα αεροπλάνα άρχισαν να πετάνε μόλις ξημέρωσε αλλά δεν μας έβλεπαν. Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από το ναυάγιο”.
Δεκαπέντε ώρες μετά το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε το “Ηράκλειον”, ο Ηλίας Κουκουνάκης βρισκόταν ακόμη μέσα στο νερό. Μαζί του, είχαν μείνει μόνο δύο από τους περίπου 20 που κρατιόντουσαν από το ξύλινο μπαούλο. “Θυμάμαι τον Παναγιώτη, που τραγουδούσε για να ξεχαστούμε και τον Σταύρο που προσπαθούσε να πιάσουμε την κουβέντα για να αντέξουμε. Μόνο εμείς μείναμε. Ούτε η γυναίκα που με έσωσε άντεξε”, λέει. “Είχε πια περάσει το απόγευμα, όταν ένα από τα πλοία που είχαν σπεύσει στην περιοχή ψάχνοντας για επιζώντες, εντόπισαν τους τρεις ναυαγούς. Πέταξαν σχοινιά και με τράβηξαν στο κατάστρωμα. Θυμάμαι να τους λέω ‘Είναι κι άλλοι εδώ” και μετά λιποθύμησα. Μάζεψαν τους άλλους δύο που άντεξαν και βρήκαν μερικούς ακόμα σε κοντινά σημεία’.
Ο συνταξιούχος πλέον θαλαμηπόλος του “Ηράκλειον”, έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα επαφές με τους δύο ναυαγούς που μαζί πέρασαν τις ώρες στη θάλασσα μέχρι να διασωθούν. Όπως λέει, ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν έχει διακριβωθεί γιατί ήταν πολύ συχνό φαινόμενο να μπαίνουν περισσότερο αρκετοί επιβάτες που δεν καταγράφονταν είτε δεν έκοβαν εισιτήριο. Πράγματι, ενώ ο αριθμός των διασωθέντων είναι 47, αυτός των νεκρών, κυμαίνεται μεταξύ 217 και 273.
Στα δικαστήρια που ακολούθησαν, διαπιστώθηκε πως η εταιρεία των αδελφών Τυπάλδου, είχε μεταποιήσει το πλοίο σε οχηματαγωγό χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες ασφαλείας με αποτέλεσμα να επηρεαστεί σοβαρά η σταθερότητα του πλοίου, αλλά και οι ευθύνες του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας για την έκδοση πλαστών πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους.
Ο Χαράλαμπος Τυπάλδος, εκ των ιδιοκτητών του πλοίου, μαζί με τον διευθυντή της ετιαρείας και δύο αξιωματικούς του πλοίου, τιμωρήθηκαν με ποινές από πέντε ως επτά έτη φυλάκισης. Ορισμένοι από τους ναυαγούς κατάφεραν να πάρουν αποζημιώσεις, κάτι που δεν ίσχυσε για τον Ηλία Κουκουνάκη: “Εγώ από το δικαστήριο που ακολούθησε δεν πήρα ούτε μια δραχμή. Πήγαμε μετά από χρόνια στον Πειραιά στην Ακτή Τζελέπη. Και βρήκαμε τον ίδιο τον Τυπάλδο. Κοιτάζει μια λίστα τους λέμε τα ονόματά και μας είπε πως δεν υπάρχει το όνομά μας σε αυτούς που δικαιούνται αποζημίωση. “Έπρεπε να κάνετε δεύτερο δικαστήριο να ζητήσετε χρήματα” μας είπε. Τελικά, ούτε τον μισθό μου δεν μου έδωσε”.
26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΤΟΥ 2000, ΤΟ ΝΑΥΆΓΙΟ ΤΟΥ “ΕΞΠΡΈΣ ΣΆΜΙΝΑ”
Περίπου 34 χρόνια μετά το ναυάγιο του «Ηράκλειον», στις 17:12 της Τρίτης 26 Σεπτεμβρίου 2000, το επιβατηγό “Εξπρές Σάμινα”, λύνει τους κάβους του από το λιμάνι του Πειραιά. Το πρόγραμμα του δρομολογίου αναφέρει: Πάρος-Νάξος-Ικαρία-Σάμος-Πάτμος-Λειψοί. Λιγότερο από έξι ώρες μετά την αναχώρησή του, πριν καν πιάσει το πρώτο λιμάνι του δρομολογίου του, το πλοίο θα καταλήξει στον βυθό του Αιγαίου παίρνοντας μαζί του και τη ζωή των 81 από τους 533 ανθρώπους που επέβαιναν.
Ο 40χρονος τότε Στέφανος Τζιώτης, είχε βρεθεί τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα και επέστρεφε στον τόπο διαμονής του, τη Νάξο. Το δρομολόγιο για τις Κυκλάδες, είχε προγραμματιστεί να γίνει από το πλοίο “Απόλλων Εξπρές”, ωστόσο με δεδομένο πως υπήρχε απεργία των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, αποφασίστηκε να συνενωθούν τα δρομολόγια και να επιβιβαστούν όλοι οι επιβάτες στο “Εξπρές Σάμινα”.
“Έτσι, Παριανοί και Ναξιώτες μπήκαμε στο πλοίο. Είχε περίπου 7 μποφόρ, αλλά ξεκινήσαμε από τον Πειραιά κανονικά. Παλιό πλοίο αλλά μου φάνηκε καλό. Δεν ήταν ψηλό να το φυσάει ο αέρας και έτσι δεν είχε πολύ κούνημα” θυμάται ο Τζιώτης. Το πρώτο λιμάνι, αυτό της Πάρου, απείχε 5 ώρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ο καιρός παρέμενε κακός, με το πλοίο να περνά μέσα από καταιγίδα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει δραματική επιδείνωση.
Η πλειοψηφία των επιβατών βρισκόταν στα σαλόνια και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου. Στις 22:00, τα πρώτα φώτα από το λιμάνι της Πάρου φαίνονταν στον ορίζοντα, ενώ στις τηλεοράσεις το σήμα χανόταν φέρνοντας δυσφορία στους επιβάτες που προσπαθούσαν να δουν τον ποδοσφαιρικό αγώνα του Παναθηναϊκού με το Αμβούργο για τους ομίλους του Champions League.
Ο Τζιώτης, που ταξίδευε μόνος του, χωρίς την οικογένειά του, είχε συναντήσει δύο γνωστές του από τη Νάξο, την Γεωργία Πάσσου και την Αλεξία Λιακοπούλου και κάθονταν μαζί στον χώρο του εστιατορίου self service. “Είχαμε φάει και είχαμε μείνει εκεί συζητώντας. Ξαφνικά νιώθουμε ένα μεγάλο τράνταγμα, σαν να γίνεται σεισμός 8 ρίχτερ. Πέσαμε κάτω. Έπεσαν τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι δίσκοι από το εστιατόριο που τραυμάτισαν κάποιους ανθρώπους. Επικράτησε πανικός”.
Ήταν 22:12. Το “Εξπρές Σάμινα” ταξιδεύοντας με ταχύτητα 18 κόμβων, είχε προσκρούσει από τη δεξιά του πλευρά στις «Πόρτες», δύο μικρές νησίδες μόλις 2 μίλια ανοικτά του λιμανιού της Παροικιάς.
“Όταν το καράβι βρήκε στα βράχια κατάλαβα αμέσως ότι έχει πάθει μεγάλη ζημιά. Δεν ήταν μόνο το τράνταγμα. Άρχισε αμέσως να μυρίζει πολύ έντονα, όπως όταν κόβεται λαμαρίνα από τροχό. Φοβήθηκα ότι θα πάρει φωτιά”, θυμάται ο Τζιώτης, ο οποίος πεσμένος στο πάτωμα άκουγε τις φωνές επιβατών που έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση.
“Σηκωνόμαστε με τα κορίτσια και κινηθήκαμε προς τα έξω. Υπήρχαν κάποιες ντουλάπες που είχαν μέσα σωσίβια και είχαν πέσει από τη σύγκρουση. Τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει. Άναβαν μόνο τα φώτα ασφαλείας. Πήρα σωσίβια, βγήκαμε στο κατάστρωμα και κινηθήκαμε προς την πρύμνη. Προλάβαμε και πιαστήκαμε από την κουπαστή πρώτοι. Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει έξω και να ουρλιάζει. Ο καιρός είχε φορτσάρει και το κύμα σήκωνε το βαπόρι. Το χτύπαγε κάτω και με το χτύπημα έπαιρνε και κλίση”.
Η μια από τις γυναίκες της παρέας, η Αλεξία Λιακοπούλου, αποφάσισε να φύγει για το επάνω κατάστρωμα. Ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπαν. “Μείναμε εγώ και η Γεωργία Πάσσου να κρατιόμαστε στην πρύμνη. Όταν είδα ότι το πλοίο είχε γείρει τόσο που το νερό έφτανε στη μέση του καταστρώματος, φοβήθηκα μην κάνει καμιά απότομη κίνηση και μας πάει κάτω. Πρότεινα στην Γεωργία να ανέβουμε στην κουπαστή και να πηδήξουμε στο από κάτω κατάστρωμα που βρίσκονταν οι κάβοι. Μου απάντησε πως θα μείνει στο κατάστρωμα, λέει ο Στέφανος Τζιώτης. Στο μεταξύ, ολοένα και περισσότεροι επιβάτες μαζεύον”Θυμάμαι πως είχε αγκαλιάσει ο ένας τον άλλον για να καταφέρνουν να στέκονται όρθιοι. Δεν μπορούσες να σταθείς μόνος σου”.
Ο Τζιώτης, ανέβηκε στην κουπαστή και με ένα άλμα βρέθηκε στο σημείο που βρίσκονταν οι κάβοι του Σάμινα. “Λύνω έναν κάβο και πετάω το σκοινί στη θάλασσα. Το μπλόκαρα πάνω στο ράουλο και σύρθηκα στο πλάι του βαποριού, που έγερνε. Έμεινα εκεί για λίγο γαντζωμένος, μέχρι που με είδε κάποιος άλλος και επιχείρησε να έρθει και να κάνει το ίδιο. Με έσπρωξε και πέσαμε και οι δύο στο νερό. Ίσως ήμουν ο πρώτος που έπεσε από το καράβι. Από την πλευρά εκείνη σίγουρα ήμουν ο πρώτος”.
Πλέον βρισκόταν μέσα στη θάλασσα με τον άνεμο να έχει ανέβει στα 8 μποφόρ και τα κύματα να σηκώνονται εμποδίζοντας οποιαδήποτε ορατότητα. “Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα. Δεν βλέπεις τίποτα. Δεν ήξερα που ήταν το πλοίο, δεν έβλεπα τα φώτα από την Πάρο. Ήμουν στο πουθενά, με τον άνεμο να λυσσομανάει και τα κύματα που έρχονταν στο πρόσωπό μου συνεχώς να μου κόβουν την αναπνοή”.
Μη γνωρίζοντας τη χρήση του σωσιβίου που είχε φορέσει, προσπαθούσε με το ένα χέρι να κολυμπήσει. “Το σωσίβιο με σήκωνε στην επιφάνεια του νερού και εγώ νόμιζα ότι θα με τουμπάρει. Έτσι με το ένα χέρι προσπαθούσα να το κρατήσω σταθερό στο στήθος μου και επιχειρούσα να κολυμπήσω ανάσκελα. Κανονικά, δεν μπορείς να κολυμπήσεις, είναι ογκώδες. Η φιλοσοφία του, είναι να σε κρατάει κάθετα στο νερό”.
Όσο περνούσε η ώρα, ο Τζιώτης συνειδητοποιούσε πως δεν έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει κάπου το σώμα του. Ήταν έρμαιο των κυμάτων. Είχε καταφέρει να δει για λίγο τα φώτα της Πάρου μακριά, ενώ στον ουρανό φώτισαν οι πρώτες φωτοβολίδες που πέταξαν τα μέλη του πληρώματος. “Δεν ήλπιζα να φτάσω κάπου. Σκεφτόμουν απλώς ότι κάποιος θα έρθει επειδή ήμασταν κοντά στο νησί.
Είδα κάποια φωτάκια από σωσίβια και προσπάθησα να πάω κοντά. Ξαφνικά, ήρθε κοντά μου μια βάρκα. Την έφερνε ο καιρός προς εμένα, προσπαθούσα κι εγώ να πάω προς αυτήν. Γαντζώθηκα από τα σκοινιά που έχει γύρω και επιχειρούσα να ανέβω. Το σωσίβιο με δυσκόλευε πολύ να σκαρφαλώσω. Με πολύ κόπο τελικά με τράβηξαν, έκανα κι εγώ ένα λάκτισμα και βρέθηκα πάνω”.
Στη βάρκα βρίσκονταν περίπου 20 άνθρωποι, οι περισσότεροι μέλη του πληρώματος που είχαν εγκαταλείψει το πλοίο. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν την μανιβέλα που θα έβαζε μπρος τη μηχανή για να φύγουν προς την Πάρο, με αποτέλεσμα να πλεύσουν ακυβέρνητοι στο σημείο που κολυμπούσε για περίπου 2 ώρες ο Τζιώτης . “Αν είχαν μπορέσει να βάλουν μπρος τη βάρκα νωρίτερα, θα είχαν φύγει. Στάθηκα πολύ τυχερός.
Μπήκα στη βάρκα, ψάχναμε τη μανιβέλα αλλά τίποτα. Με ένα τράνταγμα που έγινε, τελικά πετάχτηκε μπροστά μας . Εγώ σκεφτόμουν πως αποκλείεται να έπαιρνε μπρος. Άρχισε να προσπαθεί ένας από το πλήρωμα, τίποτα. Προσπαθεί ξανά. Αδύνατον. Τον κλωτσάει ένας άλλος που ήταν πιο μυώδης, αρχίζει με δύναμη και την γυρνάει και τελικά πήρε μπρος. Έτσι, κατά τη 01:30 πατήσαμε στην στεριά της Πάρου”.
Όσο βρισκόταν πάνω στη βάρκα, ο Στέφανος Τζιώτης ζήτησε ένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσει την έγκυο γυναίκα του, στη Νάξο πως είναι καλά. “Φοβόμουν τι θα έχει δείξει η τηλεόραση. Ήταν έγκυος και δεν ήθελα να πανικοβληθεί. Ένας από τους ανθρώπους μου έδωσε το τηλέφωνό του που δεν είχε βραχεί, την πήρα, της είπα πως το καράβι βούλιαξε, εγώ είμαι καλά και θα την ξαναπάρω μόλις φτάσω την Πάρο”.
Οι επιζώντες ναυαγοί πήγαιναν για να εξεταστούν στο Κέντρο Υγείας του νησιού. Καταστήματα άνοιξαν για να τους δώσουν ρούχα να αλλάξουν, ενώ πούλμαν που είχαν ναυλωθεί θα τους οδηγούσαν σε ξενοδοχεία για να κοιμηθούν. “Έβλεπα ανθρώπους που το κύμα τους είχε βγάλει στα βράχια του νησιού και έρχονταν στο Κέντρο Υγείας. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα όμως, είναι το πλοίο που ναύλωσε η εταιρεία για να φέρει φέρετρα και οι σοροί των ανθρώπων που έβλεπα να βγάζουν από τη θάλασσα”.
Την επόμενη ημέρα, όσοι κατάφεραν να επιζήσουν, αναζητούσαν τους γνωστούς τους. Η Γεωργία Πάσσου, με την οποία βγήκαν μαζί στο κατάστρωμα, επέζησε καθώς ένα κύμα την πέταξε στη θάλασσα, ωστόσο η τρίτη της παρέας, η Αλεξία Λιακοπούλου, έχασε τη ζωή της εκείνη τη νύχτα.
Ο 61χρονος σήμερα Στέφανος Τζιώτης, θυμάται ανάμεσα στους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, μια οικογένεια με ένα μικρό παιδί. “Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι έπαιζαν πάνω στο κατάστρωμα πριν χτυπήσει το πλοίο. Μετά ο πατέρας πήγε να σώσει τη μάνα και πνίγηκαν και οι δύο. Κάποιος έπιασε το παιδί και σώθηκε”.
Για χρόνια, αδυνατούσε να κοιμηθεί χωρίς να υπάρχει αναμμένο κάποιο φως στην κρεβατοκάμαρα, καθώς του έρχονταν στο μυαλό οι στιγμές από το απόλυτο σκοτάδι ανάμεσα στα κύματα και ένιωθε ξανά ότι κάποιος του κλείνει το στόμα και τη μύτη. “Σταμάτησα από τότε να κατεβαίνω στο γκαράζ πριν δέσει το καράβι. Φοβόμουν πως αν γίνει κάτι δεν θα μπορώ να φύγω. Αυτό που λέω όμως σε όσους μου λένε ότι θα ταξιδέψουν, είναι να δίνουν προσοχή στα μέλη του πληρώματος που κάνουν επίδειξη των σωστικών μέσων. Νομίζουμε πως ξέρουμε να τα χρησιμοποιούμε αλλά δεν είναι έτσι”, λέει ο Τζιώτης.
Από την 12μηνη έρευνα των πραγματογνωμόνων, προέκυψε σειρά λαθών και παραλείψεων, όπως η πλεύση με χρήση αυτόματου πιλότου, παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι ανοικτές υδατοστεγείς πόρτες που θα έπρεπε να είναι κλειστές, η μη έγκαιρη ειδοποίηση του πλοιάρχου για το ρήγμα, η μη λειτουργία σειρήνας έκτακτης ανάγκης και η απουσία καθοδήγησης από το πλήρωμα στους επιβάτες για την οργανωμένη εκκένωση του πλοίου. Ακόμη, προέκυψε πως πολλά σωσίβια δεν διέθεταν λαμπτήρες και σφυρίχτρες, ενώ επτά ημέρες πριν το ναυάγιο, ο Α’ μηχανικός Αναστάσιος Σορόκας είχε παραιτηθεί υποστηρίζοντας πως το πλοίο δεν ήταν αξιόπλοο αντιμετωπίζοντας σειρά προβλημάτων στις μηχανές και την καθέλκυση των λεμβών.
Το “Εξπρές Σάμινα” 15 μήνες πριν αποσυρθεί από τις θάλασσες -αφού στις 31 Δεκεμβρίου 2001 θα συμπλήρωνε 35 χρόνια ταξιδιών- κατέληξε στον βυθό του Αιγαίου, ανοικτά της Πάρου όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Χρειάστηκαν μόλις 25 λεπτά από την ώρα της πρόσκρουσης για να βουλιάξει. Μαζί του, πήρε 81 ζωές επιβατών.
Το ίδιο βράδυ, πέθανε ο υπολιμενάρχης Πάρου, Ανθυποπλοίαρχος Δημήτρης Μάλαμας, ο οποίος έπαθε έμφραγμα κατά τη διάρκεια του συντονισμού της επιχείρησης διάσωσης, ενώ δύο μήνες αργότερα, ο Παναγιώτης Σφηνιάς, διευθύνων σύμβουλος της πλοιοκτήτριας εταιρείας του “Σάμινα”, βούτηξε στο κενό από τον έκτο όροφο του γραφείου του στην Ακτή Κονδύλη, δίνοντας τέλος στη ζωή του.
Πηγή: news247.gr