Ναυτικοί;
«Έλα μωρέ, κρουαζιέρα κάνουν και πληρώνονται. Βγαίνουν και κάθονται και κάνουν διακοπές. Τόσα λεφτά παίρνουν. Σιγά και τι κάνουν;»
Θα σου πω εγώ.
Όταν χτυπάει εκείνο το ρημάδι το τηλέφωνο και σου λένε πως φεύγεις, αισθάνεσαι πως ο χρόνος σου με τους αγαπημένους σου τελείωσε. Απλώς μετράς αντίστροφα μέχρι τη στιγμή που θα γυρίσεις την πλάτη σου στο αεροδρόμιο και θα ξέρεις πως θα κάνεις μήνες μέχρι να ξαναδείς τους ανθρώπους που αγαπάς και σ’ αγαπούν. Τους βλέπεις να κλαίνε και προσπαθείς να κρατήσεις τα δάκρυά σου για να μην τους κάνεις να αισθάνονται άσχημα. Και μετά γυρνούν στο σπίτι· ίσως βρεθούν με άλλους ανθρώπους και λίγο ξεχαστούν.
Εσύ όμως; Προχωράς με βαριά βήματα προς την πύλη και σκέφτεσαι όλους αυτούς κι αυτά που αφήνεις πίσω σου κι όλα αυτά που θα βρεις μπροστά σου. Τα άγνωστα και τα περίεργα και τους ανθρώπους που δεν ξέρεις αλλά θα πρέπει να ζήσεις μαζί τους για τους επόμενους μήνες μέσα σ’ ένα σιδερένιο κουτί. Να γίνουν οι οικογένειά σου και να γίνεις κι εσύ γι’ αυτούς αυτό που χρειάζονται.
Ετοιμάζεις τις βαλίτσες σου και θέλεις να βάλεις μέσα όχι ρούχα, αλλά φιλιά κι αγκαλιές, γέλια, εκδρομές και πάρτι- αν ήταν δυνατόν ανθρώπους και στιγμές. Δεν ξέρεις τι να πάρεις και τι να αφήσεις, μα τα πρώτα που μπαίνουν είναι οι φωτογραφίες. Ναι, οι τυπωμένες παραδοσιακά φωτογραφίες. Μπορεί να έχεις χιλιάδες μέσα στο κινητό σου αλλά αυτές οι λίγες χάρτινες εικόνες που θα μπουν πάνω από το κρεβάτι σου ή στο γραφείο σου είναι αυτές που θα σε συντροφεύουν όταν αλλάζεις χρόνο στη βάρδια μόνος σου και κατεβαίνεις μετά να πιεις ένα κρασί για να ευχηθείς, ενώ το μόνο που θες είναι να κλειστείς στη καμπίνα σου. Θα είναι εκεί όταν γεννηθεί το παιδί σου κι εσύ είσαι μίλια μακριά, όταν πεθάνει κάποιος δικός σου και δεν έχεις προλάβει να τον αποχαιρετήσεις, ή απλώς όταν ο άλλος σου πει «σ’ αγαπώ, θα ήθελα να είσαι εδώ τώρα». Κι εσύ αυτό ήθελες. Δεν ήθελες ποτέ να φύγεις.
Κι έρχεται η τελευταία μέρα πριν το ταξίδι. Ξεκινάς να αποχαιρετάς. Ένα τεράστιο κενό μέσα στην καρδιά, ένα κενό μέσα στο στήθος που δε γεμίζει. Σε κλείνουν στις αγκαλιές τους και σε γεμίζουν μ’ αγάπη. Είναι όμως και μερικές αγκαλιές που δε θες ν’ ανοίξουν τα χέρια, θες να μείνεις εκεί για πάντα. Να σε σφίγγουν, να κρατάνε κολλημένα τα κομμάτια της καρδιάς σου που σπάνε μακριά τους. Να κρατήσεις τη μυρωδιά πάνω σου, να νιώθεις ότι η καρδιά τους χτυπάει στο στήθος σου και ξαφνικά, έστω και για μια στιγμή, το κενό να γεμίζει όσο το μυαλό αδειάζει.
Πώς μπορούν να πληρωθούν αυτές οι στιγμές; Ούτε με όλα τα λεφτά του κόσμου. Θα μου πεις, «εσύ το επέλεξες το επάγγελμα». Το επέλεξα, αλλά όχι, δεν είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τ’ άλλα. Δε θα γυρίσεις σπίτι σου το βράδυ, εάν είσαι άρρωστος δε θα πάρεις άδεια (εκτός από σπάνιες περιπτώσεις), εάν σου λείπουν οι δικοί σου θα καλύψεις το κενό μ’ ένα τηλέφωνο ή μερικά μηνύματα- αν τα καταφέρεις. Θα ξέρεις πως ο κόσμος σου στη στεριά συνεχίζει να κινείται κι εσύ θα πρέπει να τον προλάβεις όταν θα ξεμπαρκάρεις.
Αυτές οι βάρδιες, που κάθεσαι στο σκοτάδι και δε βλέπεις τίποτα άλλο εκτός από μαύρο ή ξάστερους ουρανούς και νοσταλγείς τις βόλτες στην παραλία, οι νύχτες στο μπαλκόνι που γελάς δυνατά κι ενοχλείς τους γείτονες, τους ανθρώπους που σου χαρίζουν το νόημα της ζωής σου. Αυτή η ησυχία που δε βοηθάει,γιατί ακούς τη σκέψη σου, αυτή τη φωνή μέσα σου που σου λέει πως δε θα έπρεπε να είσαι εκεί. Μια επί πληρωμή φυλακή, που σβήνεις μέρες και δεν τελειώνουν.
Να μας αγαπάτε λίγο παραπάνω τους ναυτικούς. Το κούνημα της θάλασσας μας ταράζει το μέσα μας και καμιά φορά γινόμαστε λίγο περίεργοι ή κουραστικοί. Αλλά δε φταίμε, είναι που θέλουμε να κάνουμε τα πάντα γρήγορα, πριν το τηλέφωνο χτυπήσει ξανά.
Να μας σκέφτεστε και να μας αγαπάτε.
Συντάκτης: Αμάντα Δουλγεράκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου
pillowfights.gr