Νόμιμο και σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας να προσδιορίζει το ανώτατο πλαφόν των εισιτηρίων των πλοίων, όπως νόμιμο επίσης είναι να παρεμβαίνει ο ίδιος υπουργός στο θέμα του ωραρίου των δρομολογίων των ακτοπλοϊκών γραμμών.
Αυτό έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας με δύο αποφάσεις του και απέρριψε τις προσφυγές ναυτιλιακών εταιρειών.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες ζητούσαν να ακυρωθούν ως παράνομες και αντίθετες στα Ευρωπαϊκά δεδομένα, δύο αποφάσεις του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την πρώτη απόφαση καθορίστηκαν οι τιμές των ναύλων (εισιτηρίων) των επιβατών και οχημάτων κατά κατηγορία πλοίων και με την δεύτερη έγιναν αλλαγές στο ωράριο των δρομολογίων των ακτοπλοϊκής γραμμής.
Στις προσφυγές τους οι ναυτιλιακές εταιρείες υποστήριζαν ότι ο καθορισμός των ναύλων από τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας παραβιάζει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επικαλούμενοι το δημόσιο συμφέρον και τις Συνταγματικές επιταγές, απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των ναυτιλιακών εταιρειών. Αναλυτικότερα, ανέφεραν ότι ο καθορισμό των ναύλων των πλοίων γίνεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και χωρίς να δημιουργούνται διακρίσεις μεταξύ των πλοιοκτητών.
Συγκεκριμένα, έκριναν ότι είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία ο καθορισμός ανωτάτων επιτρεπομένων τιμών ναύλων για όλες τις συνδέσεις των λιμανιών.
Ως προς το ωράριο των δρομολογίων οι δικαστές και πάλι απέρριψαν τους ισχυρισμούς των ναυτιλιακών εταιρειών, οι οποίες ζητούσαν να ακυρωθεί η απόφαση που άλλαζε τις ώρες συγκεκριμένου δρομολογίου πλοίου, για λόγους ασφαλείας του πλοίου και της τάξεως στα λιμάνια.
Της απόφασης του υπουργού είχε προηγηθεί έγγραφο του Λιμεναρχείου για ταυτόχρονες αφιξοαναχωρήσεις πλοίων που εγκυμονούν κινδύνους στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.
Το ΣτΕ και πάλι επικαλούμενο τις συνταγματικές επιταγές και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία, αλλά και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των ναυτιλιακών εταιρειών.