Τέλος επιτηδεύματος για πλοιοκτήτες ή πλοιοκτήτριες εταιρείες, ρυμουλκών και αλιευτικών πλοίων

Με την εγκύκλιο Ε.2115/2021 της ΑΑΔΕ δίνονται οδηγίες για την απαλλαγή των υπόχρεων της παρ. 2 του άρθρου 57 του ν. 4646/2019 (Α’201) από την υποχρεωτική καταβολή του τέλους επιτηδεύματος του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α’ 152).
Σύμφωνα με την εγκύκλιο :

1. Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 57 του ν. 4646/2019 επιβάλλεται τέλος υπέρ του Δημοσίου σε όλα τα υπό ελληνική σημαία αλιευτικά πλοία και πλοιάρια, καθώς και στα ρυμουλκά των οποίων ο χρόνος δραστηριοποίησης σε υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού χρόνου δραστηριοποίησής τους. Από την υποχρέωση καταβολής του τέλους εξαιρούνται τα αμιγώς ναυαγοσωστικά πλοία που εκτελούν αποκλειστικά εργασίες διάσωσης και θαλάσσιας αρωγής.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 2 του ως άνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι υπόχρεοι σε καταβολή του τέλους είναι
α) οι πλοιοκτήτες ή πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων της παραγράφου 1 που είναι εγγεγραμμένοι στο οικείο νηολόγιο ή λεμβολόγιο, ανεξάρτητα από την κατοικία ή τη διαμονή ή την έδρα αυτών στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, ή ο νόμιμος εκπρόσωπός τους που έχει αποδεχθεί εγγράφως τον διορισμό του,
β) κάθε πρόσωπο που κατ’ εντολή του πλοιοκτήτη ή οποιασδήποτε αρχής ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, διαχειρίζεται το πλοίο και εισπράττει ναύλους. Οι ως άνω ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος για την πληρωμή του τέλους.

3. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 12 του ως άνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι με την καταβολή του τέλους αυτού εξαντλείται κάθε άλλη φορολογική υποχρέωση των ως άνω φυσικών ή/και νομικών προσώπων από κάθε φόρο, εισφορά, τέλος, κράτηση ή οποιαδήποτε άλλη φορολογικής φύσης επιβάρυνση, εκτός από την επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για το εισόδημα από την εκμετάλλευση των πλοίων αυτών. Ως εισόδημα απαλλασσόμενο νοείται και η υπεραξία πραγματοποιούμενη από εκποίηση πλοίου, είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή είσπραξη από οποιαδήποτε άλλη αιτία.

4. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται σε συγκεκριμένα ποσά, κατά περίπτωση, ανάλογα, μεταξύ άλλων, με τον πληθυσμό των πόλεων που ασκείται η εμπορική επιχείρηση, σύμφωνα με τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις.

5. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου και νόμου ορίζονται, ρητά, οι περιπτώσεις εξαιρέσεων από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος.

6. Το ΣτΕ με τις υπ’ αριθμ. ΣτΕ 2527/2013 και ΣτΕ 2563/2015 αποφάσεις του έκρινε ότι το τέλος επιτηδεύματος αποτελεί φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι θεσπίστηκε για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και προς εξυπηρέτηση κρατικών εν γένει σκοπών. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του οικείου σχεδίου νόμου, το τέλος επιτηδεύματος επιβλήθηκε ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και, συγκεκριμένα, προς το σκοπό ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, ενόψει των δημοσιονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα, θεσπίσθηκε δε υπό την μορφή – όπως αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση -ενός «ελάχιστου φόρου εισοδήματος» προερχομένου από τη δραστηριότητα εμπορικών επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, μετά τη διαπίστωση από τον νομοθέτη ότι πολύ μεγάλος αριθμός των εν λόγω κατηγοριών φορολογουμένων δηλώνουν καθαρά κέρδη κάτω του αφορολογήτου ορίου.

Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή η επίδικη οικονομική επιβάρυνση επιβλήθηκε για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και, επομένως, προς εξυπηρέτηση κρατικών εν γένει σκοπών (αντιμετώπιση των γενικών δημοσιονομικών αναγκών της χώρας) και δεν καταβάλλεται έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας προς τους βαρυνόμενους με αυτό, παρά τον χαρακτηρισμό της ως τέλος αποτελεί φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος.

7. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στις ως άνω αποφάσεις ο χαρακτηρισμός του τέλους επιτηδεύματος ως «φόρος», συνάγεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 31 του ν. 3986/2011 εντάσσεται στο κεφάλαιο Δ’ του ν. 3986/2011, που τιτλοφορείται «Φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής».

8. Επισημαίνεται ότι οι πλοιοκτήτες ή πλοιοκτήτριες εταιρείες ή κάθε πρόσωπο που κατ’ εντολή του πλοιοκτήτη ή οποιασδήποτε αρχής ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία διαχειρίζεται το πλοίο και εισπράττει ναύλους των ρυμουλκών πλοίων των οποίων ο χρόνος δραστηριοποίησης σε υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού χρόνου δραστηριοποίησής τους είναι υπόχρεοι σε καταβολή τέλους επιτηδεύματος.

9. Κατόπιν των ανωτέρω, οι υπόχρεοι σε καταβολή τέλους ρυμουλκών και αλιευτικών πλοίων της παρ.2 του άρθρου 57 του ν. 4646/2019, το οποίο επιβάλλεται με τις διατάξεις της παρ. 1 του ως άνω άρθρου και νόμου, απαλλάσσονται από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος του άρθρου 31 του ν. 3986/2011.
Αντιθέτως, οι πλοιοκτήτες ή πλοιοκτήτριες εταιρείες ή κάθε πρόσωπο που κατ’ εντολή του πλοιοκτήτη ή οποιασδήποτε αρχής ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία διαχειρίζεται το πλοίο και εισπράττει ναύλους των ρυμουλκών πλοίων και είναι υπόχρεοι σε φόρο με βάση τις διατάξεις του ν. 27/1975 ή του ν. 4172/2013, κατά περίπτωση, είναι υπόχρεοι σε καταβολή του τέλους επιτηδεύματος.

10. Τέλος διευκρινίζεται ότι, οι ατομικές επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες που έχουν στην κυριότητά τους τόσο ρυμουλκά πλοία που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 27/1975 όσο και ρυμουλκά πλοία που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 4646/2019,είναι υπόχρεοι για την καταβολή του τέλους του άρθρου 31 του ν. 3986/2011.

 

Διαβάστε ακόμα