Πειραιάς
34°C

«Χάσαμε την προπέλα»: Αληθινή ιστορία από τον Ατλαντικό

Δημοσιεύθηκε στις

09/11/2025

από

Χάσαμε την προπέλα»: Αληθινή ιστορία από τον Ατλαντικό

«Χάσαμε την προπέλα» ήταν η φράση που ξεκίνησε μία απίστευτη περιπέτεια στη μέση του Ατλαντικού, με το πλοίο ακυβέρνητο, τον καπετάνιο σε εγρήγορση και τον καιρό να παίζει το δικό του παιχνίδι.

Του Τζώρτζη Μάρατου

Ήταν απογευματάκι και έπαιζα στην τραπεζαρία των αξιωματικών τάβλι με τον ανθυποπλοίαρχο τον Κουρίδη. Ήταν δυνατός παίκτης και μου άρεσε που δεν μου έκανε χατίρια και δεν με άφηνε να κερδίζω επειδή ήμουν καπετάνιος. Για να λέμε όμως την αλήθεια ήταν και ζαράκιας.

Έτσι και αυτή τη φορά εκεί που ήταν ολοφάνερο ότι θα είχανε το παιχνίδι πιάνει τα ζάρια,τα χαϊδεύει, τα κουνάει στη φούκτα του καλά καλά,τα βροντάει μέσα στο τάβλι και…… τότε ακούστηκε το μεγάλο μπαμ.!

Πριν προλάβει ο Κουρίδης να πανηγυρίσει τις εξάρες του και εγώ να βλαστημήσω δεόντως, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος σαν να μας είχαν τορπιλίσει. Η μηχανή ούρλιαξε σαν να είχε πάρει χιλιάδες στροφές και αμέσως μετά ήρθε η απόλυτη σιωπή. Λες και τα βαπόρι είχε πεθάνει. Όλα κράτησαν λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Πριν καλά καλά συνέλθω, σαλτάρισα και βγήκα στην κουβέρτα και μαζί με τους άλλους, κρεμάστηκα στην κουπαστή και κοίταξα το σκάφους και από τις δύο μπάντες. Τίποτα.Τι ήταν αυτό; Τρακάραμε; Κοιτάξαμε γύρω γύρω των ορίζοντα. Τίποτε. Ούτε στεριά ούτε βαπόρι.

Με δύο δρασκελιές ανέβηκα στη γέφυρα όπου ο γραμματικός που είχε βάρδια μιλούσε με το τηλέφωνο στη μηχανή και μου έδειχνε τα στροφόμετρο κολλημένο στο μηδέν.

«Χάσαμε την προπέλα!»

Αυτό ήταν. Είχε σπάσει ο άξονας και το βαπόρι είχε μείνει ξυλάρμενο στη μέση του ωκεανού κάπου 500 μίλια βόρεια από το Πόρτο Ρίκο. Πήρα αμέσως τον Πρώτο στο τηλέφωνο που είχε τσακιστεί να κατέβει στο μηχανοστάσιο να δει τι γίνεται και μου το βεβαίωσε.

«Σίγουρα έχουμε χάσει την προπέλα, γιατί η μηχανή που δοκίμασα να την ξαναβάλω μπροστά, έπαιρνε στροφές σαν τρελή και δεν είχε καθόλου αντίσταση».

Το βαπόρι ήτανε ξεφόρτωτο και μολονότι δεν είχα καμία αμφιβολία, είπα και έριξαν μία ανεμόσκαλα στην πρύμη. Ήθελα να δω με τα μάτια μου. Σκαρφάλωσα στην κουπαστή, πιάστηκα από τα σχοινιά κατέβηκα μερικά σκαλοπάτια, έσκυψα και κοίταξα, και διαπίστωσα ότι…….κολοβοί. Η προπέλα είχε κάνει φτερά
Και τώρα?

Όλοι γύρισαν το βλέμμα τους επάνω μου.

«Σηκώστε στο άλμπουρο της τρεις μαύρες μπάλες της ακυβερνησίας και ετοιμάστε τα κόκκινα φανάρια για τη νύχτα. Οι βάρδιες συνεχίζονται κανονικά ».

Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός. Φυσούσε ένα πολύ ελαφρύ αεράκι. Ήταν Απρίλιος και ο Ατλαντικός είχε τη γνωστή φουσκοθαλασσιά. Το ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΑΝΝΗΣ σιγά σιγά διπλάρωσε στο καιρό και άρχισε να λικνίζεται σαν να είχε σκοπό να μας νανουρίσει.

Χάσαμε την προπέλα: ακυβέρνητο πλοίο στον Ατλαντικό

Πήγα στο γραφείο μου και προσπάθησα να βάλω στη σειρά τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνω.Πρώτα να ετοιμάσω τηλεγράφημα να πω τα μαντάτα στο Λονδίνο, στα αφεντικά και να ζητήσω οδηγίες. Έπειτα να μη στείλω SOS, γιατί προς το παρόν δεν υπήρχε κίνδυνος. Και τέλος να κάνω τις σχετικές ετοιμασίες για την ρυμούλκηση από το πλεούμενο που θα ερχόταν να μας σώσει.

Παίρνω μολύβι και χαρτί και γράφω το τηλεγράφημα φραγκοχιώτικα ,γιατί με τον ασύρματο τίποτα δεν μένει κρυφό. Κανείς δεν έπρεπε να το μάθει πριν από τους ιδιοκτήτες. Τα λεφτά για τα σώστρα ήταν πολλά και έπρεπε, πριν από κάθε κίνηση, να κάνει το Λονδίνο τα σχετικά παζάρια και ασφαλώς να ειδοποιήσει την Ασφάλεια.

“PERI ORAN 1800 EVRISKOMENI PLATOS 28. 10N MIKOS 66.20W APOLESAME ELIKA .PLION AKIVERNITON. PARAKALO GNORISATE PERETERO ENERGIES.PLIARHOS

Φώναξα τον μαρκόνη και του είπα να το στείλει αμέσως να μην αρχίσει ψιλοκουβέντα με τα γύρω βαπόρια για το θέμα, αν και ήξερα ότι το τηλεγράφημα θα το πάρουν όλα τα γύρω βαπόρια και θα γινόταν σούσουρο.

Εν τω μεταξύ διάβασα στο Lloyds Calendar «το ευαγγέλιο για πολλούς καπεταναίους» τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις και φώναξα το γραμματικό και τον λοστρόμο για να καταστρώσουμε το σχέδιο.

Η ρυμούλκηση, λέει το βιβλίο δεν γίνεται με κάβο ή με σύρμα ή ακόμα και με γούμενα. Γίνεται μόνο με την καδένα της άγκυρας. Μάλιστα αγαπητοί μου, με την καδένα της άγκυρας! Θα έπρεπε λοιπόν να ξεκοτσάρουμε και να δέσουμε τη μία από τις δύο άγκυρες στη μάσκα της πλώρης, να ξεκλειδώσουμε το πρώτο κλειδί και έπειτα να ετοιμάσουμε την καδένα για αυτόν που θα μας δέσει. Μπορεί να φαίνεται απλή μέσα στις 5 γραμμές αυτή η ιστορία αλλά στην πραγματικότητα μας πήρε μία μέρα. Ετοιμάσαμε και τα σχοινιά που θα πετούσαμε για να πιάσουν από το ρυμουλκό. Πρώτα το πιο ελαφρύ το ιβιλάι έπειτα ένα σχοινί δυο ιντσών, έπειτα ένα σύρμα και τελευταία την καδένα.

Κατά τα μεσάνυχτα ήρθε και απάντηση από το Λονδίνο.

“ΑPOFYGETE KATHE EPAFI ME RIMOYLKA STOP METHAVRIO KATAFTHANI CAPETAN KOSTIS SAS RIMOULKISI JACKSONVILLE STOP EPIKINONISETE RITHMISETE LEPTOMERIES”

Κάποιος θα περίμενε κάποια ευχή, κανένα γλυκό λόγο παρηγοριάς αλλά τέτοιοι συναισθηματισμοί στη δουλειά δεν υπάρχουν. Για να μην πάρει κανένας άλλος τα σώστρα κανόνισαν να μας ρυμουλκήσει ένα βαπόρι της εταιρείας που βρισκόταν εκεί κοντά. Σωστή η απόφαση τους θα έβγαζαν και κάτι από αυτή την ιστορία και στο κάτω κάτω εμάς δεν μας έπεφτε λόγος δεν είχαμε επιλογή.

Την άλλη μέρα το πρωί όταν έπιασε βάρδια ο μαρκόνης, ο ασύρματος βούιζε σαν μελίσσι. Μας είχε πάρει πρέφα όλος ο κόσμος, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί μας και να αποσπάσουν μία υπόσχεση, μια κουβέντα, κάτι για να πλησιάσουν να μας ρυμουλκήσουν. Έταζαν μεγάλα ποσά για να μας δελεάσουν και έλεγαν ψέματα ότι δήθεν είχαν την έγκριση του Λονδίνου και άλλα πολλά. Ο μαρκόνης είχε ρητή εντολή να ακούει αλλά να μην απαντάει σε κανένα. Ούτε καλημέρα. Κανείς δεν ήξερε τι απαιτήσεις μπορούσαν να προβάλλουν αν ερχόμασταν σε οιαδήποτε επαφή.

Καθίσαμε δυο μερόνυχτα ξυλάρμενοι στη μέση του ωκεανού σαν να είχαμε μείνει από βενζίνα στην έρημο. Επιτέλους κάποτε εδέησε να φανεί στον ορίζοντα το ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΣΤΗΣ και σε περίπου μια ώρα έφτασε κοντά μας. Μεγάλη παρηγοριά. Δεν ήμασταν πια μόνοι, αν και η επιχείρηση προσδέσεως ήταν ζόρικο πράγμα και ο καπετάς Σταμάτης -γνωστό αυτό- δεν ήταν και ο άσσος στις μανούβρες. Επιπλέον εμείς ήμασταν ξεφόρτωτοι και εκείνος φορτωμένος που σήμανε ότι αλλιώς ξέπεφτε εμάς ο αγέρας και τα ρεύματα και αλλιώς εκείνον.Τρεις φορές δοκίμασε να πλησιάσει και τις τρεις απέτυχε.

Οι δικοί μου του έκαναν καζούρα και εγώ καθόμουν στο φτερό της γέφυρας με σταυρωμένα χέρια και περίμενα βλαστημώντας.Επιτέλους στη τέταρτη απόπειρα τα κατάφερε με λίγα γδαρσίματα στην αριστερή μπάντα και οι ναύτες του μπόρεσαν να πάρουν και να δέσουν τα σχοινιά, όπως τα είχαμε ετοιμάσει. Όταν πήρε την καδένα μας στην κουβέρτα του και είδα ότι δέσαμε καλά, λασκάραμε οκτώ κλειδιά και με το πολύ μαλακό ξεκίνησε μπρος ο ΚΩΣΤΗΣ και πίσω ο ΓΙΑΝΝΗΣ, δύο βαποριές το ένα από το άλλο.

Ειδοποίησα το Λονδίνο για το αίσιων πέρας της προσδέσεως και αφού κάθισα για αρκετή ώρα να δω πώς είναι να σε πηγαίνουν καροτσάκι,κατέβηκα στο σαλόνι,ήπια ένα δυνατό ποτό και ξάπλωσα στο καναπέ να κλείσω λίγο τα μάτια μου. Προς το παρόν δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω. Όλη η σκοτούρα ήταν του άλλου.

Το ταξίδι ήταν περίεργο, πρωτόγνωρο. Προχωρούσαμε χωρίς το μονότονο ντούπου ντούκου της μηχανής. Κιχ δεν ακουγόταν. Ακόμα και ο θόρυβος από το κύμα της θάλασσας ήταν σαν ψίθυρος. Τίποτε δεν έτριζε. Τίποτε δεν κουνούσε. Δύο μέρες ταξιδέψαμε έτσι,και μπορώ να πω ότι είχε αρχίσει να μας αρέσει.

Χάσαμε την προπέλα: ρυμούλκηση πλοίου με ζημιά στην προπέλα

Μία μέρα όμως πριν φτάσουμε στο λιμάνι το ραπόρτο έλεγε ότι έβγαλε μία τροπική καταιγίδα ανοιχτά από τη Φλόριντα που θα έφτανε στη στεριά μία μέρα μπροστά μας. Αν τα πράγματα έμεναν έτσι, δεν μας ένοιαζε. Αν όμως, όπως συνηθίζεται άλλαζε γνώμη και έστριβε επάνω μας και δυνάμωνε, τι γίνεται;

Άκουγα τους αμερικανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς που διέκοπταν κάθε τόσο το πρόγραμμά τους και ησύχαζα με τις προειδοποιήσεις ότι οι κακοκαιρία έρχεται κατά πάνω τους και θα πάθουν ζημιές. Άσε αυτούς έλεγα. Δεν έχουν ανάγκη στη στεριά.

Ήμασταν γύρω στα 300 μίλια ανοιχτά από το Jacksonville όταν το καινούργιο ραπόρτο έλεγε ότι η καταιγίδα δυνάμωσε έγινε storm και έστριψε βόρεια. Έβαλα το στίγμα στο χάρτη και όλα έδειχναν ότι την άλλη μέρα είχαμε ραντεβού. Οι σταθμοί του ΜΑΙΆΜΙ πανηγύριζαν. Βεβαίωναν και ξανά βεβαίωναν τους κατοίκους ότι η θύελλα άλλαξε πορεία και να πάνε στις δουλειές τους ήσυχοι. Θα περνούσε πολύ ανοιχτά από τη στεριά δηλαδή από πάνω μας.

Έπιασα στον ασύρματο το “Καπετάν Κωστής”και συζητήσαμε για το τι θα κάνουμε.

«Θα συνεχίσουμε με προσοχή» μου είπε «και αν τα πράγματα ζορίσουν επικίνδυνα θα σε λύσω για να μην τρακάρουμε και βουλιάξουμε και οι δύο».

Πολύ σωστά μίλησε ο χριστιανός. Και εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα. Έλα όμως που δεν ήμουν στη θέση του. Ήθελα να του πω ότι αν σκουρύνουν τα πράγματα να κόψει δρόμο να τραβερσώσει και τέλος πάντων να κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Θεός. Ένα να μην κάνει. Να μη διακόψει τη ρυμούλκηση και με αφήσει μόνο ακυβέρνητο μέσα στη θύελλα χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε για να παλέψω. Βέβαια δεν του είπα τίποτε.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και κατά τα μεσάνυχτα ο καιρός άρχισε να φρεσκάρει.Κοιτούσα τον ουρανό και προσπαθούσα να δω τα σύννεφα να καταλάβω πού το πάει.Έστειλα και τον σκάπουλο στην πλώρη να μου πει αν σκορτσάρει η καδένα.Ευτυχώς κρατούσε μαλακά.

Όλη τη νύχτα ο καιρός χειροτέρευε,η θάλασσα φούσκωνε και το βαρόμετρο έπεφτε γρήγορα. Κατά τα χαράματα ο καπετάνιος του “Κωστής”μου είπε στον ασύρματο ότι αναγκαστικά θα κόψει δρόμο γιατί η καδένα τραβάει πολύ μεγάλο ζόρι. Του απάντησα να κάνει ό,τι καταλαβαίνει. «Φτάνει να μη με αφήσεις» ήθελα να προσθέσω αλλά δεν το έκανα. Ντράπηκα.

Με το κόψιμο του δρόμου, η κατάσταση κάπως καλυτέρεψε. Το κύμα όμως μεγάλωνε και τα βαπόρια σκαμπάνεβαζαν και έδιναν γερές βουτιές. Η καδένα τριβόταν στο μάγουλο του όκιου και πού και πού κελαηδούσε. Κάποτε σκορτσάρισε δυνατά και πετάχτηκα ο ίδιος στην πλώρη να δω την κατάσταση από κοντά. Ήταν φορές που η αλυσίδα τεντωνόταν απότομα, αλλά δεν είχε φόβο γιατί υπήρχαν πολλά κλειδιά στη θάλασσα που ενεργούσαν σαν ελατήριο.

Το καινούργιο ραπόρτο έλεγε ότι το κέντρο της θύελλας ήταν πολύ κοντά μας. Ο αγέρας σφύριζε μέσα από τα στράλια και σου έσπαγε τα νεύρα. Τα σύννεφα ήταν κατάμαυρα, γεμάτα καιρό, που λέμε, κι η θάλασσα είχε ασπρίσει. Δεκάρι κανονικό, αλλά το καλό ήταν ότι έφευγε με 20 μίλια την ώρα και μέχρι το βράδυ θα έπρεπε να μας είχε περάσει προς τα βόρεια.

Έξη ώρες κράτησε το μεγάλο κακό και κατά τα μεσάνυχτα ο άνεμος άρχισε να πέφτει και η θάλασσα να μαλακώνει. Κάποτε ξημέρωσε και εκτός από το χοντρό φουσκοθάλασσο τίποτα δεν έδειχνε ότι η νύχτα που περάσαμε ήταν αυτή που ήταν.

Το ” Κωστής” άνοιξε σιγά σιγά δρόμο και ξανάβαλε πλώρη για το Τζάκσονβιλ. Φτάσαμε την άλλη μέρα το μεσημέρι.

Όταν πλησιάσαμε στη μπούκα του λιμανιού, ο καπετάνιος με ρώτησε με τον ασύρματο αν το χρειάζομαι για κάτι και όταν του είπα ότι τον ευχαριστώ για όλα, έλυσε την καδένα μου, την άφησε να γλιστρήσει με θόρυβο στη θάλασσα και μέσα σε πανηγυρικές σφυριξιές και φωνές των πληρωμάτων δέσαμε σε δύο ρυμουλκά που μας είχαν έρθει να μας πάνε στη δεξαμενή όπου θα βάζαμε τη δεύτερη προπέλα.

Το e-nautilia.gr στο Google NEWS

Ακολουθήστε το e-nautilia στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ναυτιλιακές ειδήσεις από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο.

Διαβάστε επίσης

Πειραιάς
34°C